Ο Γιώργος Κούδας, ο «Μεγαλέξανδρος» του ΠΑΟΚ και του ελληνικού ποδοσφαίρου γιορτάζει σήμερα τα 74α του γενέθλια, έχοντας μάλιστα διπλή Θρακιώτικη καταγωγή καθώς οι γονείς του κατάγονταν από την Τυρολόη (Τσόρλου όπως ονομάζεται σήμερα) Ανατολικής Θράκης(ο πατέρας) και από την Σταυρούπολη Ξάνθης (η μητέρα).
Γεννήθηκε στον Άγιο Παύλο, της Θεσσαλονίκης, το Σάββατο 23 Νοεμβρίου του 1946, όντας το δεύτερο παιδί του Γιάννη και της Ελευθερίας Κούδα και όπως έχει πει μέσα από το δικό του βιβλίου «της ζωής μου το παιχνίδι», «γεννήθηκα στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τα οποία δυστυχώς σε λίγο διαδέχθηκε ο αδελφοκτόνος εμφύλιος πόλεμος. Η φτώχεια ήταν ο κανόνας και η πενταμελής οικογένεια μας δεν αποτελούσε εξαίρεση».
Ο Γιώργος Κούδας, έζησε πολλά ξεκινώντας να κλωτσάει τις φτιαγμένες από πανί μπάλες στην παλιά λαχαναγορά και στα μάρμαρα του Διοικητηρίου. Τελικά, κατάφερε να παίξει 21 χρόνια με την φανέλα του ΠΑΟΚ, να γίνει ο ηγέτης του και εκ των κορυφαίων ποδοσφαιριστών-προσωπικοτήτων της ιστορίας του Συλλόγου.
Παραμένει ο ρέκορντμαν συμμετοχών σε επίσημα παιχνίδια με τη φανέλα του ΠΑΟΚ. Από το ντεμπούτο του, στις 21 Δεκεμβρίου 1963 σε ηλικία 17 ετών, στο γήπεδο της Λεωφόρου κόντρα στον Εθνικό Πειραιώς (1-0) μέχρι το φινάλε του στις 26 Φεβρουαρίου 1984, ΠΑΟΚ – Αιγάλεω 0-0, αγωνίστηκε σε 607 παιχνίδια. Με 504 συμμετοχές είναι ο ποδοσφαιριστής με τις περισσότερες συμμετοχές με μια και μόνο ομάδα στην Α’ Εθνική.
“Διαρκής αγώνας σαν τη ζωή”
Στα δεκάξι του χρόνια, ο Μέγας Αλέξανδρος κατάφερνε να αρπάξει τον χαλινό της μάχης στη Χαιρώνεια μπροστά στα συγκινημένα μάτια του πατέρα του. Από παιδί είχε ξεκινήσει ήδη την δική του εκστρατεία προς την απόλυτη καταξίωση, κάμπτοντας τις αντιρρήσεις του πατέρα του, που προσπαθούσε μάταια να του αποβάλλει το μικρόβιο.«Από το ποδόσφαιρο κανείς δεν είδε χαΐρι» συνήθιζε να του υπενθυμίζει, αλλά το μυαλό του μικρού Γιώργου ταξίδευε απερίσπαστο στην πλατεία της Παλιάς Λαχαναγοράς, η οποία ήταν η πρώτη που φιλοξένησε το πηγαίο ταλέντο του.
Ο μικρός μετατράπηκε γρήγορα στον μπαλαδόρο που μάγευε τους οπαδούς στην Τούμπα και εργαζόταν για να συνεισφέρει στο οικογενειακό εισόδημα. Ήταν άριστος τεχνίτης της μπάλας, πολύ καλός οργανωτής και εξίσου καλός σκόρερ. Οι περίτεχνες ενέργειές του τον έκαναν εξαιρετικά αγαπητό στους φιλάθλους του ΠΑΟΚ όπου αγωνίστηκε από το 1963 έως το 1984. Είχε αρχίσει όμως να παίζει μπάλα ως ποδοσφαιριστής του δικέφαλου στα εφηβικά του χρόνια και συγκεκριμένα από το 1958.
«Γεννήθηκα φτωχός, μετά τον πόλεμο. Δύσκολα χρόνια αυτά», λέει σε παλιότερη συνέντευξη του ο Γιώργος Κούδας. «Πρέπει να τα θυμόμαστε, ώστε να πάμε καλύτερα. Όπως το ποδόσφαιρο, έτσι και η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας με γίγαντες. Όταν μπαίνεις στο Κολοσσαίο πρέπει να είσαι έτοιμος να παλέψεις και να είσαι αισιόδοξος. Κάποιοι μας λένε “αυτά είναι πολιτική. Μα όλα είναι πολιτική!»
«Ο ΠΑΟΚ είναι πάνω απ’ όλα. Όλα τα υπόλοιπα είναι από εκεί και κάτω»
Ο Γιώργος Κούδας δεν παραιτείται. Ο δρόμος που περπάτησε και εξακολουθεί να βαδίζει είναι ο δύσκολος. «Πήρα το πρώτο μου χιλιάρικο το 1963. Είχα μία παθολογική αρρώστια για το ποδόσφαιρο, που κράτησε σε όλη την καριέρα μου, 21 χρόνια στην ίδια ομάδα, στον ΠΑΟΚ. Μπήκα στο ποδόσφαιρο έχοντας ως παράδειγμα ανθρώπους που έπαιζαν μπάλα για μία πορτοκαλάδα, μία θέση σε τράπεζα, στον ΟΤΕ, στη ΔΕΗ.
Πήρα καλά χρήματα για την εποχή, αλλά ποτέ δεν ήθελα να μπω στο Δημόσιο. Έκανα δικές μου δουλειές, όπως το πρακτορείο ΠΡΟΠΟ που άνοιξα το 1968. Ποτέ δε μετανιώνω για τίποτα. Έκανα ό,τι ήθελα και ό,τι έπρεπε να κάνω». Όσο για το τι σημαίνει ΠΑΟΚ για τον ίδιο;
«Η λέξη ΠΑΟΚ. Τα τέσσερα ιερά γράμματα είναι πάνω απ’ όλα. Όλα τα υπόλοιπα είναι από εκεί και κάτω. Το λέω, ξέρετε, με όλη τη συναίσθηση της ευθύνης, γιατί το έζησα αυτό»…
Άγνωστες πτυχές της ζωής του
Το 1972 άνοιξε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων στη Βασιλίσσης Όλγας με τον Σαρακάκη και τους αδελφούς Κουλούρη. Διαφώνησε ωστόσο με τον συνεταίρο και συμπαίκτη του Αρίσταρχο Φουντουκίδη κι έτσι το 1975 την εγκατέλειψε ανοίγοντας μόνος του (αφού το πρότεινε και στους συμπαίκτες και αρνήθηκαν) ένα σούπερ μάρκετ το οποίο και έκλεισε το 1979.
Παράλληλα, εκείνα τα χρόνια δέχθηκε ουκ ολίγες κρούσεις να τρέξει στον… στίβο της πολιτικής με το κόμμα των Φιλελευθέρων που είχε μόλις ιδρύσει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, στενός φίλος του τότε αντιπροέδρου του ΠΑΟΚ Γιώργου Μαμιδάκη! «Εγώ με την πολιτική ποτέ!», συνηθίζει να λέει ακόμα και σήμερα στον φίλο του Γιώργο Λιάνη που του τηλεφωνεί συχνά…
Το 1980 γνωρίζεται με τον Ρασούλη, λίγο αφού αυτός έχει εμπνευστεί το τραγούδι «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» που με τη φωνή του Νίκου Παπάζογλου γίνεται διαχρονική επιτυχία. «Τον Ρασούλη τον γνώρισα το 1980, αφού είχε ήδη γράψει το τραγούδι. Μου λέει ‘‘εγώ είμαι ΟΦΗ αλλά πήγαινα στο γήπεδο και σε παρακολουθούσα’’. Παρακολουθούσε εμένα μες στο γήπεδο, τις εκδηλώσεις του κόσμου και του ήρθε έμπνευση», θα αποκαλύψει.
Το 1982 παντρεύεται τη δεύτερη σύζυγό του Μαρίζα Ευστρατίου και το 1986 ανοίγει τη βιοτεχνία ενδυμάτων Scherzo με τα διακριτικά «GK», την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα. «Είχαν προηγηθεί δύο χρόνια μαθητείας κοντά στον Τάκη Πανελούδη και συμβουλές από τους Θωμά Βουλινό και Στέφανο Κατέρογλου. Είναι δύσκολο να περάσεις από το πετσί στο πανί» θα υποστηρίξει ο ίδιος ξεδιπλώνοντας άλλη μία πτυχή της πολύπλευρης προσωπικότητάς του.