Το βράδυ της 8ης Σεπτεμβρίου του 2017, δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Μπορεί πολλά από τα μεγάλα καλάθια του να μην τα θυμάται, μπορεί πολλές από τις σπουδαίες νίκες του να έχουν “ξεθωριάσει” στο μυαλό του, όμως το βράδυ που μπήκε στο Naismith Memorial Basketball Hall of Fame, o Νίκος Γκάλης θα το θυμάται για πάντα.
Όχι γιατί ανέβηκε σε μια λαμπερή σκηνή μπροστά σε πολύ κόσμο, αλλά γιατί το όνομά του, οι φανέλες του, η αύρα του, μπήκαν δίπλα στους κορυφαίους στην ιστορία αυτού του υπέροχου αθλήματος που ονομάζεται μπάσκετμπολ. Το βράδυ της 8ης Σεπτεμβρίου 2017,όπως τονίζει στο πολύ ωραίο θέμα του το nba.sport24.gr, ήταν το βράδυ του Νίκου Γκάλη, το βράδυ που από εδώ και στο εξής θα μνημονεύουμε κάθε χρόνο ως μια ξεχωριστή περίσταση για κάθε άνθρωπο που αγαπά την καλαθοσφαίριση.
Οι Έλληνες αγαπούν το μπάσκετ. Και το αγαπούν, γιατί αυτός ο λεοντόκαρδος τύπος ενέπνευσε εκατομμύρια ανθρώπων να πάρουν μια μπάλα και να βγουν στο τσιμέντο, στο χώμα και την άσφαλτο να τη μπιστήξουν. Ενέπνευσε τον Παπαλουκά, τον Διαμαντίδη, τον Ζήση, τον Σπανούλη, ενέπνευσε τόσους και τόσους αθλητές να προσπαθήσουν να τον μιμηθούν. Η σημαντικότερη κατάκτησή του όμως είναι ότι συνεχίζει να (μας) εμπνέει ακόμη και σήμερα και θα μας εμπνέει κάθε ώρα, κάθε μέρα που περνά.
Το φετινό ταξίδι του Νίκου Γκάλη στις ΗΠΑ, ήταν ένα ταξίδι που ο ίδιος περίμενε εδώ και πολλά χρόνια. Γύρισε στο New Jersey στο οποίο μεγάλωσε και κατέληξε μετά από ένα ιδιαίτερο tour στο Springfield της Μασαχουσέτης για να βρεθεί το βράδυ της Παρασκευής στη Springfield Symphony Hall. Εμφανίστηκε με ένα λευκό σακάκι που έκανε τρομερή αντίθεση με το καλοκαιρινό του μαύρισμα και τον έκανε να μοιάζει κάτι μεταξύ… James Bond και Morgan Freeman. Ξεχώριζε στο πλήθος γιατί κανείς δεν τόλμησε να φορέσει κάτι τόσο φωτεινό όσο εκείνος.
Κι όταν ανέβηκε στη σκηνή…Όταν ανέβηκε στη σκηνή, λύγισαν τα σίδερα και ράγισαν οι πέτρες…
Με βουρκωμένα μάτια, αυτά τα πάντοτε βουρκωμένα του μάτια, ο Γκάλης μας ανάγκασε να ανατριχιάσουμε, να βουρκώσουμε, να χαρούμε με τη χαρά του, να γεμίσουμε συναισθήματα για έναν άνθρωπο που νιώθουμε τόσο δικό μας.
“Είναι τιμή και όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Ευχαριστώ τον Bob McAdoo που με παρουσίασε. Μας συνδέουν πολλά από το παρελθόν. Ευχαριστώ που με ακολούθησε, είναι σαν αδελφός για εμένα. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα παίξω στην Ελλάδα. Το όνειρό μου ήταν πάντα να παίξω στο ΝΒΑ. Είχα όμως προτάσεις από την Ελλάδα, την οποία δεν είχα ποτέ επισκεφθεί, δεν ήξερα ότι υπήρχε μπάσκετ εκεί. Πήγα και είναι μια απόφαση που δεν θα μετανιώσω ποτέ. Όταν πήραμε το 1987 το χρυσό μετάλλιο, ο λαός βγήκε στο δρόμο και πλέον το ελληνικό μπάσκετ είναι το εθνικό σπορ. Δεν υπάρχει σπίτι χωρίς μια μπασκέτα τώρα πια. Αισθάνομαι ευγνώμων γι’ αυτό. Περπατώ στους δρόμους της γειτονιάς μου στη Θεσσαλονίκη, μου ζητούν αυτόγραφα με αγκαλιάζουν, μου λένε Νίκο, Νίκο… Ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Μια κυρία με ευχαρίστησε γιατί έσωσα το γιο της που ήταν εθισμένος, το μπάσκετ έσωσε έναν άνθρωπο. Ευχαριστώ τη σύζυγο και την κόρη μου. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ“.
Αυτός ήταν ο λόγος του. Και ήταν ο καλύτερος της βραδιάς . Ο πιο μεστός, ο πιο “οικονομικός”, ο πιο “γεμάτος”. Ήταν αρκετός για να μας κάνει να δακρύσουμε και υπεραρκετός για να σηκωθεί όλη η αίθουσα και να του χαρίσει το πιο “ζεστό” χειροκρότημα της βραδιάς. Ακόμη και ο Κομισάριος του ΝΒΑ, Adam Silver, “μαγεύτηκε” από τον Έλληνα που πάντα μας έκανε, πάντα μας κάνει και πάντα θα μας κάνει περήφανους.