Σχετικά με εμάς | Επικοινωνία | Γίνε συνεργάτης

Search

Διευκρινίσεις για τους προπονητές από τον Λευτέρη Αυγενάκη

Διευκρινιστική – ερευνητική εγκύκλιο αναφορικά με τους προπονητές, την άδεια που χορηγείται από την Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, αλλά και άλλα ζητήματα, δημοσίευσε ο Υφυπουργός Αθλητισμού Λευτέρης Αυγενάκης.

Αναλυτικά αυτή αναφέρει:

ΘΕΜΑ : Διευκρινιστική – ερμηνευτική εγκύκλιος επί της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 2527/1999, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4726/2020 (Α΄181).

1.1. Στο άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 2725/1999, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4726/2020 (Α΄181) και ισχύει σήμερα, αναφέρεται επί λέξει : «3. Οι εν ενεργεία διαιτητές ομαδικού αθλήματος, μέλη των οικείων συνδέσμων διαιτητών και οι εν ενεργεία προπονητές του οικείου κλάδου άθλησης, δεν επιτρέπεται να είναι μέλη αθλητικού σωματείου που καλλιεργεί τον ίδιο κλάδο άθλησης. Επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, ο εν ενεργεία προπονητής ενός αθλήματος ή κλάδου άθλησης να είναι μέλος αθλητικού σωματείου που καλλιεργεί το ίδιο άθλημα ή τον ίδιο κλάδο άθλησης και να μετέχει στο διοικητικό συμβούλιο και στα άλλα όργανα αυτού, καθώς και σε καταστατικά όργανα υπερκείμενης ένωσης ή αθλητικής ομοσπονδίας, αν, ως αθλητής, έχει κατακτήσει 1η έως 8η νίκη σε θερινούς ή χειμερινούς ολυμπιακούς αγώνες. Η κατά παράβαση της διάταξης αυτής συμμετοχή σε αρχαιρεσίες αθλητικού σωματείου, ένωσης ή ομοσπονδίας και η τυχόν εκλογή είναι αυτοδίκαια άκυρες. Ως διαιτητές, για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, θεωρούνται επίσης οι επόπτες, οι σημειωτές, οι κριτές, οι χρονομέτρες, οι αφέτες, οι παρατηρητές, καθώς και όσοι, με οποιονδήποτε τρόπο, συμμετέχουν σε διαιτητικό έργο ομαδικού αθλήματος. Όποιος καταθέτει στην οικεία αθλητική ομοσπονδία την άδεια άσκησης επαγγέλματος προπονητή, παύει να λογίζεται ως «εν ενεργεία προπονητής», μετά από την πάροδο δύο (2) μηνών από την κατάθεση.».

1.2. Το κώλυμα του «εν ενεργεία» προπονητή υφίσταται στον ν. 2725/1999 από την
έναρξη της ισχύος του (βλ. παρ. 2 άρθρου 3 στην αρχική μορφή του). Η προσθήκη
του τελευταίου εδαφίου της παραπάνω παραγράφου έγινε με το άρθρο 1 του ν.
4726/2020. Εν τω μεταξύ, με τις τροποποιήσεις του άρθρου 378 του ν. 4700/2020
(Α΄ 127), η εν λόγω παράγραφος αναριθμήθηκε από παρ. 2 σε παρ. 3.

1.3. Στην παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 2725/1999 προβλέπεται επί λέξει : «1. Η
άσκηση του επαγγέλματος του προπονητή επιτρέπεται μόνο στον κάτοχο άδειας,
που χορηγείται από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού. Η απόφαση χορήγησης της
άδειας κοινοποιείται στην οικεία αθλητική ομοσπονδία, η οποία τηρεί μητρώο
προπονητών για κάθε κλάδο άθλησης, καθώς και στον οικείο σύνδεσμο ή
ομοσπονδία προπονητών.»

1.4. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει σαφώς ότι για την
κατάφαση του κωλύματος του «εν ενεργεία» προπονητή στο πρόσωπο κάποιου,
θα πρέπει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να διαπιστώνεται και να αποδεικνύεται :

1.4.1. Ότι είναι κάτοχος νόμιμης άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος – έργου του
προπονητή για συγκεκριμένο άθλημα ή κλάδο άθλησης και

1.4.2. Ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκεί ή έστω ότι, σε χρόνο πρόσφατο σε σχέση
με τον κρίσιμο, ασκούσε προπονητικό επάγγελμα – έργο στο συγκεκριμένο
άθλημα ή κλάδο άθλησης. Κρίσιμο δηλαδή, εκτός από την κατοχή της κατ’ άρθρο 31
παρ. 1 του ν. 2725/1999 νόμιμης άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος του
προπονητή, είναι το πραγματικό γεγονός της άσκησης ή μη προπονητικών
καθηκόντων σε συγκεκριμένο άθλημα ή κλάδο άθλησης (έτσι ΝΣΚ, Ατομική
Γνωμοδότηση 163/2002, υπό ΙΙ «Ανάλυση – Ερμηνεία … – Συμπεράσματα», αριθ. 3).

1.5. Ως προς το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου 3, στην
αιτιολογική έκθεση του ν. 4726/2020, αναγράφεται επί λέξει : «Για λόγους
ασφάλειας δικαίου και προς άρση οποιασδήποτε αμφισβήτησης, καθορίζεται
επακριβώς το διάστημα, μετά την πάροδο του οποίου λογίζεται κάποιος ως “μη εν
ενεργεία προπονητής”, ώστε να είναι πλέον επιτρεπτή από την αθλητική έννομη
τάξη, τόσο η κτήση της ιδιότητας του απλού μέλους αθλητικού σωματείου, όσο και η
κατάληψη διοικητικών θέσεων εκ μέρους του μη εν ενεργεία προπονητή.». Τόσο
από τη σαφή διατύπωση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου
3, όσο και από την ως άνω σχετική με το εδάφιο αυτό αναφορά της αιτιολογικής
έκθεσης προκύπτει ότι η συγκεκριμένη διάταξη αποσκοπεί στην αποδεικτική
διευκόλυνση περί της μη συνδρομής του κωλύματος στο πρόσωπο κάποιου που,
έως πρότινος, ήταν «εν ενεργεία» προπονητής. Αποσκοπεί δηλαδή στο να
διευκολύνει κάποιον, στο πρόσωπο του οποίου, σε χρόνο πρόσφατο σε σχέση με
τον κρίσιμο, συνέτρεξαν αμφότερες οι παραπάνω υπό 1.4.1. και 1.4.2.
προϋποθέσεις, να αποδείξει με ασφάλεια ότι δεν είναι πλέον εν ενεργεία
προπονητής.

1.6. Εν προκειμένω η διατύπωση («Όποιος καταθέτει…, παύει να λογίζεται…») δεν
καταλείπει περιθώρια για ερμηνεία της διατάξεως υπό την εξής αντίστροφη φορά :
κάθε κάτοχος νόμιμης άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος του προπονητή
θεωρείται, άνευ άλλου τινός, εν ενεργεία προπονητής και για να παύσει να
λογίζεται ως τέτοιος (άρα για να παύσει και να κωλύεται), θα πρέπει προηγουμένως
να καταθέσει την άδειά του στην οικεία αθλητική ομοσπονδία και να παρέλθουν
δύο (2) μήνες από την κατάθεση. Αν ο νομοθέτης ήθελε να προβεί σε μία τέτοια
γενίκευση, σε έναν μονοδιάστατο, τυπικό και απαλλαγμένο από το ουσιαστικό
κριτήριο της ανωτέρω υπό 1.4.2. παραγράφου ορισμό του εν ενεργεία προπονητή,
αν ο νομοθέτης ήθελε να προσδίδεται η εν λόγω ιδιότητα (άρα και το αντίστοιχο
κώλυμα) σε όποιον απλώς κατέχει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του
προπονητή, θα το είχε ορίσει σαφώς χρησιμοποιώντας μία πολύ διαφορετική και
ευκρινή για τις προθέσεις του διατύπωση.

1.7. Συμπέρασμα : Για την κατάφαση του κωλύματος του «εν ενεργεία» προπονητή
δεν αρκεί κάποιος να είναι τυπικά κάτοχος άδειας της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν.
2725/1999, ακόμη και αν δεν έχει ασκήσει ποτέ το σχετικό επάγγελμα ή
αποδεδειγμένα έχει αποφασίσει, από μακρού και όχι πρόσκαιρα και ευκαιριακά, να
παύσει να ασκεί το προπονητικό επάγγελμα – έργο. Για τη συνδρομή του εν λόγω
κωλύματος, εκτός του ότι είναι νόμιμος κάτοχος τέτοιας άδειας, θα πρέπει, με κάθε
πρόσφορο αποδεικτικό μέσο (ενδεικτικά : νομίμως υπογραφείσες συμβάσεις παροχής
υπηρεσιών προπονητή, φύλλα αγώνα κ.λπ.), να αποδεικνύεται ότι κατά το κρίσιμο
χρόνο ασκεί το επάγγελμα του προπονητή ή έστω ότι, σε χρόνο πρόσφατο σε σχέση
με τον κρίσιμο, ασκούσε το ανωτέρω επάγγελμα και, εν τω μεταξύ, δεν έχει προβεί
σε κατάθεση της ανωτέρω άδειας στην οικεία αθλητική ομοσπονδία, ώστε να έχουν
παρέλθει τουλάχιστον δύο (2) μήνες από την κατάθεση.

1.7.1. Επισημαίνεται τέλος ότι από τον συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 3
παρ. 3 εδάφιο τελευταίο, με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 2725/1999
(«τα μέλη του σωματείου, πλην των ιδρυτικών, μετά πάροδο ενός (1) έτους από την
εγγραφή τους, αποκτούν δικαίωμα να εκλέγουν και να εκλέγονται στα όργανα του
σωματείου») προκύπτει ότι ο ελάχιστος χρόνος που απαιτείται προκειμένου ένας
μη ενεργεία (πλέον) προπονητής να μπορεί νομίμως να αναμιχθεί στη διοίκηση
ενός αθλητικού σωματείου, είναι (2 + 12 =) δεκατέσσερις (14) μήνες από την
κατάθεση της επαγγελματικής άδειάς του στην οικεία αθλητική ομοσπονδία.

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΑΥΓΕΝΑΚΗΣ

 

Share it