Την απόφαση του να αποχωρήσει από τα διοικητικά δρώμενα της Δόξας Δράμας έκανε γνωστή την Τετάρτη (11/7) στην Γενική Συνέλευση της Ερασιτεχνικής ο Γιάννης Μπύρος.
«Χαίρομαι που θα αποχωρήσω. Χαίρομαι που τον τελευταίο μήνα δεν έχω βάλει χρήματα. Με αφήσατε μόνο μου και λες η Δόξα Δράμας είναι μαγαζί μου. Σας παραδίδω την ομάδα. Είμαι απογοητευμένος από την Πολιτεία. Από τις αδειοδοτήσεις και τις αναδιαρθρώσεις» ανέφερε χαρακτηριστικά ο χρηματοδότης των «μαυραετών».
Ενώ μια μέρα αργότερα η ομάδα της Δράμας εξέδωσε σκληρή ανακοίνωση εναντίων της Super League και των ιδιοκτητών των ΠΑΕ
Η ανακοίνωση της Δραμινής ομάδας αναφέρει:
Η πολυαναμενόμενη αναδιάρθρωση των πρωταθλημάτων απέδειξε για ακόμη μια φορά ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν έχει σωτηρία. Η χθεσινή πρόταση της Super League κατέδειξε ότι οι αποφάσεις παίρνονται από ανθρώπους που το μόνο τους μέλημα είναι η εξαργύρωση ενός τηλεοπτικού συμβολαίου, αδιαφορώντας πλήρως για το ίδιο το προϊόν.
Η λαϊκή ρήση «μόνα ζυγά δικά μου» ταιριάζει απόλυτα στα όσα διαδραματίζονται τελευταία στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: «Αυτοί οι κύριοι θέλουν να προχωρήσει το άθλημα; Υπάρχει ένα τεχνοκρατικό ή τέλος πάντων ένα οποιαδήποτε σχέδιο που να μην στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων;»
Η χθεσινή απόφαση καθιστά ουσιαστικά ένα ολόκληρο πρωτάθλημα χωρίς αντίκρισμα, αφού οι δύο πρώτοι της Football League δεν εξασφαλίζουν την απευθείας άνοδό τους στην μεγάλη κατηγορία, όπως συμβαίνει σε όλες τις προηγμένες ποδοσφαιρικά χώρες.
Γιατί λοιπόν την αναδιάρθρωση να την πληρώσει η κατηγορία μας; Εμείς ως Δόξα Δράμας έχουμε την πρόταση. Απευθείας άνοδο του 1ου και του 2ου, υποβιβασμός του 15ου και 16ου της Super League και αγώνες μπαράζ των ομάδων που θα καταλάβουν τις θέσεις 11, 12, 13 και 14 για παραμονή.
Όλη αυτή η στάση μας κάνει να αναρωτιόμαστε. Αξίζει τον κόπο να επενδύσει κάποιος στο ελληνικό ποδόσφαιρο; Με ποιο κίνητρο ένας ποδοσφαιριστής θα επιλέξει κάποια ομάδα της κατηγορίας μας, έχοντας το φόβο ότι οι κόποι μιας χρονιάς, μπορεί να μην έχουν το παραμικρό αντίκρισμα;
«Εις ευ φρονών μυρίων φρονούντων κρείττων εστί», έλεγε ο Πλάτωνας.