Του Νικήτα Παπαπαντελή *
Η οπαδική βία αποτελεί φαινόμενο εξαιρετικά πολύπλοκο στην αντιμετώπισή του, κάτι που απαιτεί συνεχή εγρήγορση και συνέργεια όλων των εμπλεκόμενων φορέων, της αθλητικής δικαιοσύνης, της ίδιας της κοινωνίας και – κατά μείζονα λόγο- της πολιτείας. Αντίθετα από ό,τι συνήθως πιστεύεται, η εκδήλωση βίαιων επεισοδίων στο πλαίσιο αθλητικών εκδηλώσεων, ευρύτερα γνωστή ως χουλιγκανισμός, δεν αποτελεί πρόσφατο φαινόμενο, αλλά συμπορεύεται με τα αθλητικά δρώμενα τουλάχιστον από τα τέλη του 19ου αιώνα (Dunning, Murphy & Williams, 1988). Ωστόσο, ενώ, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, η εκδήλωση του φαινομένου ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την εξέλιξη της αναμέτρησης και εκφραζόταν μέσα στα γήπεδα (Dunning, Murphy, Williams & Maguire, 1984), τη συγκεκριμένη δεκαετία επέρχονται ορισμένες ποιοτικές και ποσοτικές μεταβολές, αρχικά στην Αγγλία και στη συνέχεια στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, που προεικάζουν τη σύγχρονη μορφή του φαινομένου. Σταδιακά, τα επεισόδια αυξάνονται και επιδεινώνονται, καθώς πλέον η βίαιη συμπεριφορά των θεατών αποσυσχετίζεται από την εξέλιξη της αθλητικής συνάντησης. Όλο και συχνότερα, οι συμπλοκές μεταξύ αντίπαλων οπαδών εκδηλώνονται μακριά από τα γήπεδα, πριν και μετά τη λήξη της αθλητικής συνάντησης, και παρουσιάζουν έναν υψηλό βαθμό οργάνωσης.
Σύμφωνα με τον Αν. Καθηγητή Αθλητικού Δικαίου Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιωτόπουλο Δ. (2022), παρά τις πολλές μέχρι σήμερα τροποποιήσεις των αθλητικού νόμου, δεν φαίνεται να έχει δοθεί λύση στα θεσμικά προβλήματα λειτουργίας του συνόλου της αθλητικής δράσης και των εμπλεκομένων σ’ αυτή. Ειδικότερα στα προβλήματα της βίας στα γήπεδα, της διαφθοράς και των άλλων αρνητικών φαινομένων στην αθλητική δράση, αν λάβει μάλιστα κανείς υπόψη του ότι ο επαγγελματικός αθλητισμός, και ειδικά στο ποδόσφαιρο, παρουσιάζεται διαρκώς οικονομικά αναπτυσσόμενος και διευρυμένος. Τονίζεται ότι ο θεσμός του Αθλητισμού στο σύνολό του διαμορφώνεται σε ειδικές δομές, οι οποίες με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις, όπως και όσων προηγήθηκαν, δεν αντιμετωπίζεται στο σύνολό του και ο Έλληνας νομοθέτης αρκείται στην αντιμετώπιση πρόσκαιρων και περιστασιακά αναδυόμενων προβλημάτων.
Ο ΄΄χώρος΄΄ των συνδέσμων οργανωμένων φιλάθλων αποτελεί πεδίο στο οποίο κατά καιρούς, επιχειρείται από την πολιτεία η εφαρμογή ενός πλαισίου κανόνων με στόχο την αποτελεσματική λειτουργία και εποπτεία τους (Μηλούνας, 2016). Ο Ν. 4049/2012 προβλέπει την μετατροπή των συνδέσμων σε Λέσχες και καθιστά την Αθλητική Ανώνυμη Εταιρεία (ΑΑΕ) υπεύθυνη για τις πράξεις των μελών της. Η ΓΓΑ εποπτεύει τον αυστηρό έλεγχο των Λεσχών ( Μητρώου Μελών, Ποινικού Μητρώου κ.ά.). Με το Ν.4326/2015 καθορίζεται ο αθλητικός φορέας (ερασιτεχνικό σωματείο, ΑΑΕ) που έχει το δικαίωμα να συστήνει ΄΄λέσχη φιλάθλων΄΄.
Η ΄΄λέσχη φιλάθλων΄΄ αναφέρεται σε ειδικό μητρώου της ΓΓΑ, μέσω της οποίας επικυρώνεται η νομική προσωπικότητα της λέσχης (διατήρηση και έλεγχος Μητρώου Μελών, Εσόδων -Εξόδων, έκδοση ταυτότητας μέλους κ.ά.). Απαγορεύεται η διάθεση εισιτήριων σε μη νόμιμες λέσχες και προβλέπονται ποινικές κυρώσεις στα μέλη των διοικήσεων ΤΑΑ ή ΑΑΕ στην περίπτωση παραβίασης απαγόρευσης εισιτηρίων. Με τις αναφερόμενες ρυθμίσεις ο νομοθέτης έχει σκοπό: την ενίσχυση και υποστήριξη του αθλητικού σωματείου, του ΤΑΑ ή της ΑΑΕ, την καλλιέργεια και προαγωγή των αρχών του φίλαθλου πνεύματος ’’ ευ αγωνίζεσθαι’’, παράλληλα με την ψυχαγωγία και άθληση των μελών της λέσχης (Παναγιωτόπουλος , 2012).
Ο νέος αθλητικός Ν 4603/2019 θέτει ως σκοπό του την αντιμετώπιση των φαινομένων διαφθοράς, διαπλοκής και ανομίας κυρίως στο χώρο του επαγγελματικού αθλητισμού. Οι ρυθμίσεις του αθλητικού αυτού νόμου αφορούν επιλεκτικά και αποσπασματικά συγκεκριμένα θέματα, όπως είναι η Επιτροπή Αθλητισμού για την εποπτεία και τον έλεγχο του επαγγελματικού Αθλητισμού, αλλά και διατάξεις παρέμβασης στις αρχαιρεσίες των Αθλητικών σωματείων, τη Φιλλίπου Ένωση κ.ά. (Παναγιωτόπουλος, 2019).
Το νομοθετικό πλαίσιο για την αθλητική βία μπορεί να κριθεί μερικώς, δεδομένου ότι πολλές από τις διατάξεις έχουν μείνει ανεφάρμοστες και ως εκ τούτου δεν μπορούν να αξιολογηθούν, εάν τελικά απαρτίζουν ένα πλήρες νομοθετικό πλαίσιο. Η ευθύνη εφαρμογής των νόμων βαραίνει πρωτίστως την Πολιτεία, η οποία αν και νομοθετεί δεν έχει δημιουργήσει το κατάλληλο πλαίσιο εφαρμογής, τήρησης και ελέγχου των νόμων. Οι συνεχείς τροποποιήσεις του αθλητικού νόμου -με αφορμή τις επιταγές της κοινής γνώμης, τον απόηχο επεισοδίων ή άλλων αθλητικών «σκανδάλων» δεν ευνοούν την σταθεροποίηση ενός νομικού πλαισίου που θα συμβάλλει αποτελεσματικά και στοχευμένα στην αντιμετώπιση της αθλητικής βίας (Πετρόπουλος 2017). Επιπλέον, επιβάλλεται να επιδιωχθεί ή υπεύθυνη στάση και συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων στην καταπολέμηση της οπαδικής βίας εντός και εκτός των αθλητικών χώρων.
Η οπαδική βία πρέπει να αντιμετωπισθεί ως ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να λυθεί με την τιμωρία των μεμονωμένων οπαδών αλλά απαιτεί αλλαγή νοοτροπιών και συνεργασία των ίδιων των ομάδων και κυρίως των μεγάλων ΠΑΕ και των ιδιοκτητών τους. Μέχρι σήμερα η συνεργασία των ομάδων για την καταπολέμηση της βίας στους αθλητικούς χώρους δεν φαίνεται να απέδωσε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Στην αντιμετώπιση του φαινομένου της οπαδικής βίας αξιολογείται και ο ρόλος των ΜΜΕ (προβολή σκηνών οπαδικής βίας από αθλητικές διοργανώσεις, σαν να είναι κάτι θεμιτό, ανεκτική στάση που τηρούν πολλές φορές τα οπαδικά ΜΜΕ σε οπαδούς της ομάδας που ΄΄υπηρετούν΄΄).
Η οπαδική βία στη συγκεκριμένη κοινωνική συγκυρία, φαίνεται να εντείνει ακόμη περισσότερο το αίσθημα κοινωνικής ανασφάλεια των πολίτων και παράλληλα συμβολίζει μια νέα διάσταση, αυτή του εκπολιτισμού των ελληνικών γηπέδων και της αθλητικής στάσης των οπαδών εντός και εκτός των γηπέδων. Η πιστή εφαρμογή ενός κώδικα φιλάθλου πνεύματος, ηθικής και δεοντολογίας στον αθλητισμό δεν πρέπει να σχετίζεται μόνο με τους συμμετέχοντες αλλά και με όλο το φάσμα των εμπλεκομένων. Τους διαχειριστές – διοικητικούς παράγοντες, τους προπονητές,- γυμναστές, τους χορηγούς, τους διαιτητές και τους θεατές (φιλάθλους, οπαδούς). Επιβάλλεται τέλος η πληρέστερη κοινωνική μελέτη και η σύνθεση του φαινομένου με διάφορες κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές διεργασίες για την αποτελεσματική, μελλοντικά, αντιμετώπισή της οπαδικής βίας.
“Ποτέ ξανά. Καλό ταξίδι Άλκη”.
ΥΓ : ΄΄{ …}. Αναθέσμιση λοιπόν τώρα στον αθλητισμό, με σύσταση του Κώδικα Αθλητικού Δικαίου και ένα ειδικό καθεστώς και με ειδικό δικονομικό σύστημα και ειδική δικαιοδοτική τάξη, πρόβλεψη σύστασης ενός Αθλοδικείου σε πλαίσιο μιας ανεξάρτητης αθλητικής αρχής, ένα Corpus Juris Athletiki. Ένα ειδικό πλαίσιο ρυθμίσεων το οποίο θα περιλαμβάνει όλες τις γενικές του δικαίου αρχές που εφαρμόζονται στο Αθλητικό Δίκαιο, ώστε να επιβάλει τη νομιμότητα στον αθλητισμό στο πλαίσιο της διάκρισης: Αθλητικό Δίκαιο – Lex Sportiva, Διεθνές Αθλητικό Δίκαιο με αντίστοιχες και έγκυρες δομές δικαιοδοσίας. Στο διεθνές πεδίο, όπως έχει τονισθεί και από τα πρώτα συνέδρια της IASL στην Αθήνα 1992, 2004, 2014, στη Βαρσοβία 2010, στη Μόσχα το 2011, στο Πεκίνο το 2012, στο Μαρακές 2015, Ρώμη 2017 και Αθήνα 2018, απαιτείται παρέμβαση υπερεθνικής οντότητας για τη σύσταση ενός Αθλητικού Καταστατικού Χάρτη52, ώστε να διαμορφωθεί πλαίσιο θεσμικής αυτονομίας και λειτουργίας των διεθνών αθλητικών φορέων, μια πραγματικά διεθνής Lex Sportiva, ώστε να επιβληθεί η διεθνής νομιμότητα στον αθλητισμό΄΄.
Παναγιωτόιπουλος, Δ. (2019). ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ& ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ. Τεύχος 3. Αθήνα : Νομική Βιβλιοθήκη.
*. Εκπαιδευτικός Φυσικής Αγωγής, MSc (Αθλητική Κοινωνιολογία)