Εκατοντάδες ιστορίες περί σεξουαλικής κακοποίησης, λεκτικής, σωματικής και ψυχολογικής βίας γνωστών ηθοποιών και αθλητών έχουν γίνει αντικείμενο πολύωρων συζητήσεων εδώ και καιρό. Μέσα σε αυτές έρχεται να προστεθεί ακόμη μια. Αυτή της Πηγής Δεβετζή.
Η Εβρίτισσα Ολυμπιονίκης με μακροσκελή ανάρτηση της στα social media μιλάει για δύσκολες καταστάσεις που έχει ζήσει στον αθλητισμό και στο τέλος της ανάρτησης της προτρέπει όλες τις γυναίκες που αντιμετωπίζουν παρόμοιες καταστάσεις να μιλήσουν!
Παρακάτω ακολουθεί ολόκληρη η δική της εξομολόγηση:
“Δέκα χρόνια μετά… Δέκα χρόνια από τότε που αποφάσισα να αφήσω πίσω μου τον πρωταθλητισμό. Δεν βγήκα ποτέ δημόσια να το πω.
Δεν ήθελα να στεναχωρηθώ. Δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ. Ένιωσα σα να βρίσκομαι στη μέση ενός ωκεανού. Μέσα σε μια βάρκα χωρίς κουπιά.
Ξέρετε πώς είναι, μετά από 31 χρόνια παρουσίας σ’ έναν χώρο, να λες «τώρα αποχωρώ»; Κόντεψα να “τρελαθώ”! Από το 2009, όταν άρχισε να “γυρόφερνει” η ιδέα στο κεφάλι μου, συνεχώς προσπαθούσα να δικαιολογηθώ. Υπήρχε μία άρνηση μέσα στο μυαλό. Όμως, το σώμα μου δεν άντεχε άλλο. Κι όταν το πήρα απόφαση, είπα «ως εδώ»! Αποχώρησα σιωπηλά. Είχαν προηγηθεί και πολλά γεγονότα που με στεναχώρησαν.
Μια υπόθεση που μ’ έβαλε σε σκέψεις και αργότερα μια ιστορία που για μένα δεν έχει τελειώσει ακόμη…
Με “καταδίκασαν”. Μου αφαίρεσαν ένα Ολυμπιακό μετάλλιο. Αμαύρωσαν το όνομά μου…
Εγώ, όμως, ήμουν καθαρή! Στους τρεις ελέγχους, από τους οποίους πέρασα το 2008 στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Πεκίνο, ήμουν καθαρή! Ουδέποτε είχα κάνει χρήση των σκευασμάτων που υποστηρίζουν. Κοιμάμαι ήσυχη! Να το ξέρετε αυτό!
Τα χρόνια πέρασαν, αλλά αυτή η υπόθεση εξακολουθεί να βρίσκεται μέσα στο μυαλό μου. Δυστυχώς, τότε, δεν με βοήθησε κανείς, για να “ξεμπλέξω το κουβάρι”.
Τώρα, όμως, είμαι αποφασισμένη να “καθαρίσω” το όνομά μου! Και θα το κάνω. Θέλω να πάρω απαντήσεις. Να μου πουν γιατί αφαίρεσαν τα μετάλλια της διετίας 2007-2009.
Θα προσπαθήσω να αποδείξω τα λεγόμενά μου. Θα εξαντλήσω κάθε περιθώριο. Όχι μόνο για το όνομά μου, αλλά γιατί υπάρχει και προκατάληψη προς το πρόσωπό μου.
Χρόνια τώρα υπάρχει από πάνω μου μία “σκιά”. Όσα καλά και να ‘χει κάνει κάποιος στη ζωή του, όσες επιτυχίες και να ‘χει σημειώσει, ο κόσμος κρατάει στη μνήμη του την άσχημη είδηση που έχει ακούσει γι’ αυτόν. Αυτή η υπόθεση άλλαξε την συμπεριφορά κάποιων ανθρώπων προς εμένα. Όχι εκείνων που δεν γνωρίζω. Αυτοί, στην πλειονότητά τους, έχουν πάντα έναν καλό λόγο να πουν.
Μιλάω για εκείνους που θεωρούσα “δικούς” μου. Αυτούς που εμπιστευόμουν. Εκείνους που κάποτε με χειροκροτούσαν, αλλά σήμερα συνεχίζουν να με κατακρίνουν, χωρίς να γνωρίζουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Και το χειρότερο απ’ όλα; Για κάτι που ακόμη δεν έχει 100% αποδειχθεί. Κι αυτό με ενοχλεί πάρα πολύ!
Δεν ήταν εύκολο να διαχειριστώ αυτή την ιστορία. Τα κατάφερα, όμως! Χάρη στην στήριξη της οικογένειάς μου και των αληθινών φίλων. Εκείνων που πίστεψαν και εξακολουθούν να πιστεύουν σε μένα.
Με βοήθησε πολύ και ο τρόπος, με τον οποίο σκέφτομαι. Το γεγονός ότι στεναχωριέμαι μόνο για τα πολύ σοβαρά θέματα. Αυτά που αφορούν στη ζωή. Τον θάνατο. Τις σοβαρές ασθένειες. Η απώλεια ενός ανθρώπου, και ειδικά ενός δικού σου ανθρώπου, σε “σημαδεύει”.
Τα υπόλοιπα θεωρώ ότι είναι προβλήματα. Απλά ή σύνθετα, το καθένα από αυτά έχει τη λύση του και -αργά ή γρήγορα- θα την βρεις. Και στο δικό μου, είμαι αποφασισμένη να την βρω. Έχω την εντύπωση πως υπάρχουν πολλά πράγματα γύρω από αυτή την ιστορία που δεν γνωρίζω.
Βάζω πολλά με το μυαλό μου. Δεν ήμουν, βλέπετε, το “τσιράκι” κανενός.
Ούτε της Ομοσπονδίας, ούτε άλλων ατόμων. Δεν είχα ποτέ την στήριξή της στο θέμα που προέκυψε. Ποτέ! Ακόμα και την στιγμή, όταν η IAAF “πέταξε το μπαλάκι” στον ΣΕΓΑΣ. Αντί να σταθούν δίπλα μου, με άφησαν εκτεθειμένη.
«Θα σε στηρίξουμε», μου έλεγαν τότε. Δεν το έκαναν ποτέ!
Αν υπήρχε έστω και μια μικρή βοήθεια από τον δικηγόρο τής Ομοσπονδίας ή τους ανθρώπους που ήταν υπεύθυνοι εκείνη την εποχή, σήμερα τα πράγματα ίσως να ήταν πιο ξεκάθαρα.
Τόσα χρόνια ήμουν το “παιδί” τους. Η “κόρη” τους. Η αθλήτριά τους. Μαζί τους μεγάλωσα. Μέσα σ’ αυτόν το χώρο. Αυτούς βοήθησα με τους κόπους και την προσπάθειά μου και μ’ αυτούς τους κόπους δοξάστηκαν οι ίδιοι και η Ελλάδα. Κι όμως. Στη δύσκολη στιγμή, άπαντες ήταν απόντες! Ήταν σα να κλωτσάς ένα παιδί στα δύσκολα, όταν ζητάει την υποστήριξη της οικογένειάς του! Έτσι αισθάνθηκα!
Να σας πω κάτι; Χαίρομαι πάρα πολύ που θα αρχίσει να ξεκαθαρίζει το τοπίο στις Ομοσπονδίες. Που θα δοθεί το “βήμα” σε νέους ανθρώπους και παλιούς αθλητές. Αυτοί θα βοηθήσουν τον αθλητισμό να πάει μπροστά. Για μένα ήταν πολύ δύσκολο να προχωρήσω μπροστά, όταν αποχώρησα από τον αθλητισμό.
Μπορεί οι εννέα στους δέκα ανθρώπους να σχολιάζουν θετικά τις επιτυχίες σου, αλλά πάντα υπάρχει ένας “καλοθελητής” που θα πει «καλά, εσείς, οι αθλητές, είστε όλοι ντοπαρισμένοι»!
Με ενοχλεί αφάνταστα αυτή η φράση! Οφείλουμε να είμαστε πολύ προσεκτικοί σ’ αυτά που λέμε για τους ανθρώπους. Στην εποχή μας, έχει “χαθεί” η ανθρωπιά.
Οι αθλητές δεν γίνονται πρωταθλητές σε μία μέρα!
Όλοι μάς κρίνουν από το αποτέλεσμα. Αυτό -λένε- πως μετράει. Πίσω, όμως, από το αποτέλεσμα, βρίσκονται οι κόποι και οι προσπάθειες πολλών χρόνων. Προσωπικά, δούλεψα συνολικά 31 χρόνια!
Αν όχι όλοι αθλητές, οι περισσότεροι αφήνουν πίσω την προσωπική τους ζωή. Τις οικογένειες, τους φίλους τους… Στερούνται σχεδόν τα πάντα, για να κάνουν ένα ρεκόρ. Να γίνουν παγκόσμιοι πρωταθλητές, να πάρουν ολυμπιακά μετάλλια. Αρκετοί, δε, δεν έχουν κάνει τη δική τους οικογένεια!
Είμαι κι εγώ μεταξύ αυτών… Και μου στοιχίζει που δεν έχω δικά μου παιδιά. Θα το ‘θελα πολύ. Όπως αποδεικνύεται, όμως, δεν γίνεται να τα ‘χεις όλα.
Κοιτάω μπροστά. Στο μέλλον. Να παραμείνω άνθρωπος.
Να βοηθάω αυτούς που το ζητούν. Να στέκομαι δίπλα τους. Όπως μου έμαθε η οικογένειά μου και ο πατέρας μου που λάτρευα. Με δίδαξε να σκέφτομαι καθαρά. Να στηρίζω τους άλλους, μέχρι να αποδειχθεί η αλήθεια. Να βρίσκομαι στο πλάι τους, ακόμη κι όταν τους συμβαίνει κάτι κακό.
Δυστυχώς, τον “έχασα” το 2012. Όταν έφυγε από τη ζωή, ένιωθα σα να του χρωστούσα κάτι. Ένα κεφάλαιο που πήγα να ανοίξω μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2004 και το είχα αφήσει στην άκρη. Τις σπουδές μου στο ΤΕΦΑΑ. Ο πατέρας μου δεν πίστευε ότι μπορούσα να παρακολουθήσω τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο. Θεωρούσε πως ήταν πολύ δύσκολο να είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις μου στην Σχολή, γιατί οι προπονήσεις ήταν πολλές, όπως και οι αγώνες.
Όταν “έφυγε” από κοντά μας και μετακόμισα στην Αλεξανδρούπολη, αποφάσισα να ολοκληρώσω τις σπουδές μου, εκπληρώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ένα όνειρο που είχε κι εκείνος.
Στην αρχή νόμιζα πως η φοιτητική ζωή θα ήταν “βουνό”. Έλεγα «σιγά μη τα καταφέρω». Το έβαλα, όμως, στόχο και είπα «θα τον πετύχω»!
Κάθε μέρα έπαιρνα το αυτοκίνητό μου, πήγαινα στην Κομοτηνή και φρόντισα να είμαι επιμελής. Ήμουν τόσο επιμελής ως φοιτήτρια, με αποτέλεσμα το 2014 να βραβευτώ για τη συνέπειά μου με το βραβείο «Νίκος Σαμαράς».
Ήταν τεράστια τιμή για μένα. Όχι μόνο γιατί πήρα ένα βραβείο, αλλά γιατί το συγκεκριμένο απονέμεται σε φοιτητές του ΤΕΦΑΑ της Κομοτηνής στη μνήμη ενός σπουδαίου αθλητή, τον οποίο είχα συναντήσει μία φορά σ’ έναν αγώνα βόλεϊ στην Αλεξανδρούπολη.
Την ίδια χρονιά, όταν πήρα το βραβείο, πήρα και το πτυχίο μου κι έκανα το όνειρο πραγματικότητα. Και το δικό μου και του μπαμπά.
Ο πατέρας μου ήταν ένας εξαίρετος άνθρωπος και ένας πολύ καλός εκπαιδευτικός. Αν δεν ήταν αυτός να με “σπρώξει” στον χώρο του αθλητισμού, νομίζω πως δεν θα είχα πετύχει τίποτα απ’ όλα, όσα είχα κάνει ως αθλήτρια. Ήταν το στήριγμά μου.
Ο άνθρωπος που με υποστήριξε ακόμη και την στιγμή, όταν πήρα την απόφαση να ασχοληθώ με το τριπλούν, σε μια περίοδο, οπότε το αγώνισμα ήταν ακόμα ανδρικό. Ελάχιστες κοπέλες ασχολούνταν με αυτό.
Δεν μετάνιωσα ποτέ για την επιλογή μου. Ούτε για την ενασχόλησή μου με τον αθλητισμό, ούτε για την απόφασή μου να κάνω πρωταθλητισμό. Αν γεννιόμουν ξανά, πάλι το ίδιο θα έκανα. Παρά τις “αναποδιές” και τα πολλά προβλήματα που αντιμετώπισα.
Το μόνο που θα έκανα διαφορετικά, θα ήταν οι επιλογές κάποιων προσώπων που είχα δίπλα μου.
Ανθρώπους που διαπίστωσα ότι με “κατέστρεφαν”! Ως προσωπικότητα κι ως αθλήτρια. Κι όταν λέω με “κατέστρεφαν”, εννοώ πως δεν με άφηναν να χαρώ με τη χαρά μου.
Υπήρχε άνθρωπος που, όταν κέρδιζα έναν αγώνα και στην αρχή χαιρόμουν, στο τέλος μ’ έκανε να κλαίω. Μου το ‘βγαζε… ξινό! Επηρέαζε αρνητικά την ψυχολογία μου.
Έπαιρνα μετάλλια και ήμουν δυστυχισμένη.
Δυστυχώς, την περίοδο του πρωταθλητισμού είχα βάλει την Πηγή σε δεύτερη μοίρα. Έδινα προτεραιότητα στη Δεβετζή. Την αθλήτρια. Την πρωταθλήτρια. Του στόχους της και την κατάκτηση μεταλλίων. Κι αυτός, ίσως, να είναι ένας από λόγους, για τους οποίους δεν μπορούσα να πάρω γενναίες αποφάσεις που αφορούσαν στην προσωπική μου ζωή.
Δεν ήξερα τι ακριβώς συνέβαινε με το “μέσα” μου. Νόμιζα ότι ήμουν καλά, αλλά αργότερα διαπίστωσα ότι δεν ήμουν. Το βλέπω τώρα που έχω ηρεμήσει και όλα είναι πιο ξεκάθαρα.
Εκείνο το διάστημα προείχε η καριέρα μου και η μεγαλύτερη υποχώρηση που έκανα για να πετύχω σ’ αυτό που ήθελα, ήταν να φύγω από το σπίτι μου. Να αφήσω το ασφαλές περιβάλλον της οικογένειάς μου στην Αλεξανδρούπολη και να πάω κάπου, όπου δεν γνώριζα τι με περιμένει. Να έρθω στην Αθήνα και να βρεθώ μεταξύ αγνώστων.
Όταν θέλεις να πετύχεις κάτι, πρέπει να στερηθείς κάτι άλλο. Έτσι δεν είναι;
Εγώ στερήθηκα την οικογένεια και τον πατέρα μου. Ήμουν 18 χρονών, όταν με πήρε απ’ το χέρι και με συνόδευσε στους ξενώνες του ΟΑΚΑ. Ήθελε να δει πού θα μένω, τι θα τρώω, με ποιους θα είμαι…
Όντας ο ίδιος άνθρωπος που ασχολούνταν με τον αθλητισμό, μιας και είχε δημιουργήσει στην Αλεξανδρούπολη ένα σωματείο ενόργανης γυμναστικής, γνώριζε πολύ καλά πώς λειτουργούσαν οι Ομοσπονδίες. Ήθελε να είναι απόλυτα σίγουρος για το περιβάλλον, στο οποίο θα ζούσα.
Τότε, μου έδωσαν ένα δωμάτιο. Μέσα στη συμφωνία ήταν και η σίτισή μου.
Μόνο που το φαγητό δεν ήταν δωρεάν. Έπρεπε να το πληρώσω. «Καλά», είπα μια μέρα στον πατέρα μου, «δεν ήταν μέσα στη συμφωνία και το φαγητό»;
«Ήταν», μου απάντησε.
Πάλι καλά που είχα τη βοήθεια κάποιων συναθλητών και ορισμένων καλών ανθρώπων που εργάζονταν στο ΟΑΚΑ και μου έδιναν -κρυφά- επιπλέον μερίδες φαγητού. Όχι μόνο σε μένα. Σχεδόν σε όλους τους αθλητές, στους οποίους δεν περίσσευαν χρήματα. Έχουμε περάσει κάτι… πείνες!
Το 1997, μου είπαν από την Ομοσπονδία να φύγω, γιατί δεν είχα καλές επιδόσεις. Με προέτρεψαν να γυρίσω στο σπίτι μου, στην Αλεξανδρούπολη. Δεν πίστευαν στις δυνατότητές μου.
Στην αρχή απογοητεύτηκα. Μίλησα με τον πατέρα μου. «Δεν θα πας πουθενά! Θα μείνεις εκεί, θα συνεχίσεις να δουλεύεις και θα αποδείξεις σε όλους την αξία σου!», είπε και με ενημέρωσε πως για κάποιο διάστημα θα με φιλοξενούσε η αδερφή του, η οποία έμενε στην Αθήνα.
Μερικές φορές έμενα εκεί και κάποιες άλλες μαζί με φίλους μου συναθλητές.
Ο Κώστας Γκατσιούδης με φιλοξένησε, χωρίς να το γνωρίζουν οι άλλοι. Μία φορά, μπήκε η καθαρίστρια να καθαρίσει το δωμάτιό του και με σκέπασε κάτω από ένα πάπλωμα, για να μη με… πάρει είδηση.
Φοβερές εποχές! Δύσκολες, αλλά, ωραίες.
Άλλαξα προπονητή και, όταν άρχισαν να βελτιώνονται οι επιδόσεις μου, επέστρεψα ξανά στην ομάδα και τους ξενώνες. Και, φυσικά, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, άρχισαν να με… αποθεώνουν.
Το ζητούμενο για μένα, βέβαια, ήταν να παραμείνω σε υψηλό επίπεδο. Προκειμένου, μάλιστα, να πετύχω τον στόχο μου, άρχισα να κάνω αθλητικό coaching. Μια μέθοδος αρκετά γνωστή στην Αμερική, αλλά σχεδόν άγνωστη -τότε- στην Ελλάδα. Μόνο εγώ κι άλλη μία αθλήτρια του στίβου την ακολουθούσαμε.
Μου μίλησε γι’ αυτήν ένας πολύ καλός μου φίλος και συναθλητής που γνώριζε την ψυχολόγο Χριστίνα Σταματάκη.
Μέσα από τις συνεδρίες που έκανα μαζί της, έμαθα να εστιάζω στον στόχο που είχα σε κάθε αγώνα. Παράδειγμα, ο στόχος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 2008 στη Βαλένθια ήταν να πάρω το χρυσό μετάλλιο.
Πόσα μέτρα έπρεπε να πηδήξω, για να το κατακτήσω; Δεκαπέντε; Δεκαπέντε. Πάνω σ’ αυτό, λοιπόν, ξεκινούσε η πνευματική και ψυχολογική προετοιμασία μου.
Προετοιμαζόμουν για όλα. Από το πώς θα κοιτάξω την αντίπαλο, μέχρι τις ασκήσεις που θα έκανα στο ζέσταμα και κατά τη διάρκεια του αγωνίσματος.
Υπήρχε μια γκάμα από πολλές ενεργειακές ασκήσεις, το αποτέλεσμα των οποίων ήταν άκρως εντυπωσιακό!
Στον συγκεκριμένο αγώνα, το άλμα ήταν 15,00μ! Αυτό δηλαδή που είχα βάλει ως στόχο! Βέβαια, δεν πήρα το χρυσό μετάλλιο και, μάλιστα, το είπα στην Χριστίνα, αλλά η συγκεκριμένη επίδοση μού έδωσε το ασημένιο. Δυστυχώς, όμως, και αυτό το μετάλλιο βρίσκεται μέσα σ’ εκείνα που μου αφαιρέθηκαν.
Μετά το 2010, όταν αποφάσισα να τα αφήσω όλα πίσω μου, προσπάθησα να μη “με πάρει από κάτω”. Επιδίωξα να κάνω άλλα πράγματα, για να ξεχνιέται το μυαλό.
Δεν είναι εύκολη αυτή η περίοδος για κάποιον που έχει συνηθίσει χρόνια σε μια συγκεκριμένη καθημερινότητα.
Στην αρχή, προσπάθησα να παραμείνω στον χώρο του στίβου και να βοηθήσω στην ανάδειξη νέων αθλητών στο αγώνισμα τού τριπλούν. Κι εκεί, όμως, βρήκα αρκετές δυσκολίες από την Ομοσπονδία.
Δεν με ήθελαν στα “λημέρια” τους.
Αναγκάστηκα να τα παρατήσω κι ασχολήθηκα με το personal training, κάνοντας παράλληλα διάφορα πράγματα. Εντελώς διαφορετικά.
Πλέον, δεν με απασχολεί καθόλου να ασχοληθώ με το χώρο του στίβου. Το κεφάλαιο αυτό έχει κλείσει οριστικά, αφήνοντάς μου μια πολύ πικρή γεύση.
Μου έδωσαν την εντύπωση ότι δεν με ήθελαν. Όχι μόνο εμένα. Κι άλλους αθλητές, οι οποίοι θέλησαν μετά την ολοκλήρωση της καριέρας τους να ασχοληθούν με την προπονητική, αλλά, όπως εγώ, έτσι κι αυτοί βρήκαν τις πόρτες κλειστές.
Κατά βάθος με στεναχωρεί…
Όπως, επίσης, με στεναχωρεί και το γεγονός ότι ο ελληνικός αθλητισμός τα τελευταία χρόνια έχει πάρει την “κάτω βόλτα”.
Στην αρχή της δεκαετίας του 2000, υπήρχε μια γενιά αθλητών με πολύ μεγάλες επιτυχίες σε όλα τα αθλήματα. Στον στίβο, την κωπηλασία, την ιστιοπλοΐα, το ποδόσφαιρο με την κατάκτηση του EURO…
Στα μέσα εκείνης της δεκαετίας, ο ελληνικός αθλητισμός είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του, αλλά σήμερα βρίσκεται στο σημείο να υπάρχουν ελάχιστοι αθλητές με διάρκεια.
Κι αυτοί που κοπιάζουν και προσπαθούν καθημερινά, τώρα δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο, λόγω των συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί με τον κορονοϊό.
Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να βρίσκομαι στη θέση τους. Ειδικά εκείνων που στοχεύουν στην εξασφάλιση της συμμετοχής τους στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Τόκιο ή προετοιμάζονται για τη διοργάνωση, για την οποία κανείς δεν γνωρίζει με σιγουριά υπό ποιες προϋποθέσεις θα διεξαχθεί.
Γενικότερα, η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί μετά την πανδημία και την παύση του Ερασιτεχνικού αθλητισμού στην Ελλάδα, νομίζω πως μελλοντικά θα έχει συνέπειες. Η σοβαρότερη πιθανόν θα είναι η μείωση του αριθμού των νέων αθλητών. Των ανερχόμενων ταλέντων, τα οποία ενδεχομένως θα κουραστούν από αυτήν την κατάσταση, θα απογοητευτούν και θα τα παρατήσουν.
Επίσης, το τελευταίο διάστημα είναι σε εξέλιξη και γεγονότα που ακολούθησαν μετά τη σοβαρή καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου, τα οποία ίσως ωθήσουν τους γονείς των παιδιών να χάσουν την εμπιστοσύνη τους προς τους ανθρώπους που εργάζονται στον χώρο του αθλητισμού.
Δεν πρέπει, όμως, να συμβεί αυτό!
Έχω δεχθεί τηλεφωνήματα από αρκετούς γονείς που είναι ανήσυχοι. Τους προτρέπω να κάνουν αυτό που θα έκανα κι εγώ, αν ήμουν γονιός: Να είναι κοντά στα παιδιά τους!
Αν βρίσκονται δίπλα τους, δεν υπάρχει λόγος να φοβούνται τίποτα. Αν γνωρίζουν από την αρχή τους προπονητές, τους παράγοντες, το περιβάλλον και είναι όλα ξεκάθαρα, δεν πρέπει να φοβούνται.
Θα μου πείτε, η οικογένεια της Σοφίας δεν ήταν δίπλα της; Φυσικά, ήταν! Είμαι απόλυτα σίγουρη γι’ αυτό! Δυστυχώς, όμως, υπάρχουν και υποθέσεις, όπως αυτή της Σοφίας.
Το μόνο που ελπίζω, είναι μετά από αυτό, να αλλάξει ο τρόπος, με τον οποίο σκέφτονται ορισμένοι άνθρωποι. Κι ακόμα περισσότερο, να αλλάξει ο τρόπος, με τον οποίο συμπεριφέρονται. Να σκέφτονται διπλά και τριπλά τις πράξεις και τα λεγόμενά τους!
Μετά την απόφαση της Σοφίας να μιλήσει ανοιχτά, ακολούθησαν οι μαρτυρίες κι άλλων γυναικών από άλλους χώρους.
Σίγουρα υπάρχουν και άντρες που έχουν υποστεί διάφορες μορφές κακοποίησης, όμως η πλειονότητα είναι γυναίκες και μέσα από την πράξη της Σοφίας βρήκαν το θάρρος να μιλήσουν ανοιχτά για τις δικές τους εμπειρίες.
Συμμετέχω ενεργά σε οργανώσεις κατά της βίας των γυναικών και κάθε χρόνο διαπιστώνω -μέσα από τις συζητήσεις και τις ομιλίες που διοργανώνονται- ότι ακόμη κι αυτή την εποχή, οπότε οι γυναίκες είναι πιο δυναμικές, πολλές ζουν με το φόβο. Κάποιες τον βιώνουν και μέσα στο σπίτι τους.
Δεν θα κρύψω ότι στο παρελθόν έχω βιώσει κι εγώ καταστάσεις ψυχολογικής και λεκτικής βίας -όχι από άτομα της οικογένειάς μου, αλλά είχα τη δύναμη να τις αντιμετωπίσω. Να μιλήσω ανοιχτά γι’ αυτές σε ψυχολόγο και να τις διαχειριστώ.
Εύχομαι να το κάνουν όλες γυναίκες που αντιμετωπίζουν τέτοιες καταστάσεις.
Δεν πρέπει να φοβούνται!
Πρέπει να τολμούν!”