Όταν πληροφορήθηκα πως ο Μένιος Σακελλαρόπουλος επρόκειτο να βρεθεί στην Κομοτηνή για να παρουσιάσει βιβλίο του, Δεκατρία κεριά στο σκοτάδι, ομολογώ με πάσα ειλικρίνεια πως δεν ενθουσιάστηκα. Έλεγα: «Δημοφιλής δημοσιογράφος, με πολλά χρόνια στις πλάτες του, θα θέλει να εκμεταλλευτεί τη φήμη του, γράφοντας βιβλία». Ήταν μια απλουστευτική προσωπική μου σκέψη, η οποία έχει σχηματιστεί, απ’τα γραφόμενα ρεπορτάζ αλλά και σπικάζ σε βίντεο, πολλών αθλητικών (και όχι μόνο) δημοσιογράφων. Παρασυρόμενος απ’τον συρμό, εγώ, όπως και πολλοί, μπήκα στην πλάνη -στην περίπτωση Σακελλαρόπουλου – του τσουβαλιάσματος. Τσουβάλιασμα άλλωστε, ίσον ένα απ’τα εθνικά μας σπορ.
Διαψεύστηκα και μάλιστα γρήγορα. Του μίλησα αμέσως με το που ανέβηκα στον δεύτερο όροφο της «Λέσχης Κομοτηναίων», του καφέ μπαρ που φιλοξένησε την εκδήλωση και ο ίδιος δίχως ίχνος βεντετισμού και καπνίζοντας το πούρο του, αστειεύτηκε με τα χρόνια που περνάνε γρήγορα, κάνοντας αναφορά στις λίγες τρίχες της κεφαλής του που απέμειναν αγέρωχες στη θέση τους, παρά το πέρασμα του ανηλεή χρόνου. Του είπα «να και γω μια απ’τα ίδια» και αφού ανανεώσαμε το τετ α τετ μας μετά την παρουσίαση του βιβλίου, έλαβα και γω την θέση μου σε μια καρέκλα αναμένοντας με περιέργεια να ακούσω τι έχει να μας πει, ως λογοτέχνης, ο επί δεκαετίες ολόκληρες, ρεπόρτερ του Παναθηναϊκού, Μένιος Σακελλαρόπουλος.
Καθισμένος αναπαυτικά, αμέσως νιώθω να παρασύρομαι απ’ όσα λέει αλλά και τον τρόπο που τα λέει. Διαχυτικός, εκφραστικός, χρωματίζοντας λέξεις και εκφράσεις κερδίζει άμεσα την προσοχή του κοινού και τον αποτρέπει απ’ το να βαρεθεί. Δεν είναι μόνο το θέμα που πραγματεύεται στο 13ο βιβλίου του, εξού και ο τίτλος, 13 κεριά στο σκοτάδι, είναι και ο τρόπος που το κάνει. Όπως λέει ο ίδιος, ο δικός του τρόπος.
Ένα προσωπικό πρόβλημα υγείας, απ’το οποίο είχε πληγεί ο ίδιος και τον ανάγκασε όπως τόνισε να χάσει για συνολικά 17 μέρες το φως του και να βυθιστεί στο σκοτάδι, αποτελεί την θεματολογία του. Το ευαίσθητο θέμα της έλλειψης όρασης, με το οποίο ζουν, συμβιώνουν πολλοί συνάνθρωποί μας, αποτελεί την ύλη του βιβλίου. Με τους πρωταγωνιστές να αποτελούν αληθινά, υπαρκτά πρόσωπα, τοποθετημένα στο βιβλίο όμως με διαφορετικά ονόματα, ο Μένιος Σακελλαρόπουλος θέλει να μας ευαισθητοποιήσει, για σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι συνάνθρωποί μας, που έχουν εξαναγκαστεί απ’ αυτό που ονοματίζουμε μοίρα, να ζουν στο σκοτάδι. Η ευαισθητοποίηση του κοινού τίθεται μαζί με τα συναισθήματα που θα παρασύρουν τον αναγνώστη των 13 κεριών κατά την διαδικασία της ανάγνωσης. Επανατοποθέτηση αξιών, θέαση του δώρου της ζωής με διαφορετική ματιά και ευγνωμοσύνη για τα όσα έχουμε.
Η διαδικασία της συγγραφής για τον Μένιο Σακελλαρόπουλο, δεν είναι τίποτα διαφορετικό για τον ίδιο, όπως τόνισε, απ’ την διαδικασία και τη μεθοδολογία που είχε κάνοντας δημοσιογραφία. Όπως είπε: Έρευνα ξέρω να κάνω και αυτό έκανα και με τα βιβλία μου και φυσικά και με τα 13 κεριά στο σκοτάδι».
Επισκέπτεται νοσοκομεία, δομές υγείας αλλά και το Κ.Ε.Α.Τ. της Καλλιθέας. Στο Κέντρο Αποκατάστασης Τυφλών, όπου έρχεται σε επαφή, όχι επιφανειακή της μιας ημέρας ή της βδομάδας, αλλά ουσιαστική και σχεδόν καθημερινή για αρκετούς μήνες, με πολλούς εκ των ανθρώπων που ζουν στο κτήριο, το οποίο όπως είπε με μια ειλικρινή δυσανασχέτηση: «είναι έτοιμο να καταρρεύσει, καθώς δεν έχει μπει ούτε καρφί απ’το 1911».
Ο Σακελλαρόπουλος, μιλά με τους ανθρώπους αυτούς, προσπαθεί να αντιληφθεί τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν αλλά ταυτόχρονα μαγεύεται και απ’το μεγαλείο της ψυχής τους, όπως της Μάρθας που ζει στη Θεσσαλονίκη, η οποία όπως τόνισε, άλλαξε την κοσμοθεωρία του τον τρόπο, με τον οποίο, αντιλαμβάνεται τον κόσμο.
Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου του, ο Αλέξανδρος Παυλής, είναι ένας άνθρωπος που στο άνθος της ηλικίας του, χάνει την όραση του, ανήκει δηλαδή στην «κατηγορία» όσων δεν γεννιούνται τυφλοί, αλλά καθίστανται στη συνέχεια λόγω κάποιου περιστατικού. Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος προβαίνει στην προηγηθείσα κατηγοριοποίηση, για να καταδείξει σαφέστερα τα κοινά αλλά και τα διαφορετικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι συνάνθρωποί μας, που ανήκουν σε μια απ’ τις δύο κατηγορίες. Ο Παυλής λοιπόν χάνει το φως του, με τον αναγνώστη να μεταφέρεται στον κόσμο του μυθιστορήματος των 13 κεριών στο σκοτάδι, όπου συνεχή επεισόδια παραδεδομένα σε μια αφήγηση που σε παρασύρει να διαβάσεις το βιβλίο απνευστί, ρίχνουν τον αναγώστη σε μια βαθειά λίμνη έντονων συναισθημάτων και προβληματισμού. Το μυθιστόρημα αποτελεί πραγματικά μια γροθιά στο στομάχι, όλων εμάς που βλέπουμε και είμαστε «γατάκια», όπως μας αποκαλεί και η Μάρθα, που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τις μικρές αλλά και τις μεγάλες χαρές, αυτού του δώρου, που ονομάζουμε ζωή.
Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος είπε και άλλα, πολλά και ενδιαφέροντα. Για τις αναμνήσεις του απ’την Θράκη, την Κομοτηνή ιδιαίτερα, που σε τίποτα δεν θυμίζει την Κομοτηνή που άφησε πριν περίπου τρεις δεκαετίες, όντας φοιτητής της Νομικής του Δημοκριτείου. «Η πλατεία με τα δεκάδες μαγαζιά σήμερα, τότε είχε μόνο τσιμέντο. Πέρα· από 2-3 σημεία, τίποτε δεν θυμίζει την τότε, Κομοτηνή».
Ο ίδιος όπως δήλωσε έχει συνδέσει την Κομοτηνή, με αναμνήσεις που ανακαλώντας τες στην σκέψη του, δεν του προξενούν και τις πιο ευχάριστες των αναμνήσεων. «Όταν πέρασα Κομοτηνή, έκλαιγα με μαύρο δάκρυ. Δυο βδομάδες πριν τις Πανελλήνιες, σηκώθηκα και πήγα Κρήτη για τα μάτια μιας Κρητικιάς, γιατί ήμουν και ζωηρός τότε και όταν γύρισα όπως καταλαβαίνετε, δεν έγραψε τόσο καλά ώστε να περάσω Αθήνα. Επέστρεψα μάλιστα στην πρωτεύουσα, μόλις λίγες ώρες πριν τις εξετάσεις! Ε, πού να γράψεις (γέλια).
Οι πρώτες μέρες που ήρθα ήταν άλλο δράμα. Τα ξενοδοχεία γεμάτα στην Κομοτηνή, μη φανταστείτε πως ήταν και πολλά, με μένα να χω φτάσει αργά και να μη βρίσκω τίποτα. ΤΙ-ΠΟ-ΤΑ. Ε για καλή μου τύχη μες την ατυχία μου, με φιλοξενεί μια μητέρα με την κόρ της στο δωμάτειό τους. Το μαρτύριο όμως δεν τελειώνει. Ξυπνάω απ’ τις φωνές του Ιμάμη και λέω: Πού ήρθα θεέ μου, τι κάνω εγώ εδώ; ΜΑ-ΡΤΥ-ΡΙΟ πραγματικό το οποίο ήταν συνεχές. Λέω στην κυρία που μας φιλοξενούεσε πάω να κάνω καμιά βόλτα. Σε κάποια στιγμή με αρπάζουν φαντάροι με αυστηρό ύφος και με διατάζουν: Όχι απο ‘κει.
Τους λέω: Γιατί ρε παιδιά;
Από κει είναι τα τούρκικα μου λένε ..
Εν τω μεταξύ δεν προλαβαίνω να γραφτώ και στη σχολή και μένω άλλη μια μέρα, σε ξενοδοχείο αυτή τη φορά.
Απ’την παλιά Κομοτηνή, που γνώρισε όντας φοιτητής, το εστιατόριο που έτρωγε αλλά και το ξενοδοχείο όπου διέμεινε, έχουν μείνει να του αποσύρουν από τα καλά κρυμμένα κιτάπια του μυαλού, αναμνήσεις. Τα ζουμιά τον πήραν όμως όπως μας είπε, όταν πήγε στη Παλιά Νομική, εκεί που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του γιατί τον κατέκλυσαν αναμνήσεις.
Άρα τον ρωτάω στην κατ’ ιδία συζήτηση -συνέντευξή μας, «δεν έχετε μόνο άσχημες αναμνήσεις απ’την Κομοτηνή. ποιες είναι οι ευχάριστες αναμνήσεις που έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη σας;»
Θυμάμαι περιπτώσεις που καθόμασταν μέχρι το πρωί, και παίζαμε χαρτιά στο καφενείο, ξερή και δηλωτή. Πρωί μπουγάτσα στον κυρ Ανέστη και μετά μάθημα. Ήμασταν πιτσιρίκια, φεύγαμε απ’ τα σπίτια μας, κάτι που για μας ήταν η απόλυτη ελευθερία. Γυρνούσαμε όλη τη νύχτα και κάναμε ότι γουστάραμε. Αυτά είναι πράγματα που φυσικά είναι πολύ νοσταλγκικά.
Επαφές με συμφοιτητές;
Δεν υπήρχε κανένας ντόπιος. όλοι οι φοιτητές ήταν από άλλες πόλεις. Έχω κρατήσει επαφές με παιδιά που τώρα είναι δικηγόροι. Έχουμε αποδειχτεί τεράστιοι ψεύτες γιατί κάθε χρόνο λέμε θα μαζευτούμε 5-6 να πάμε να κοιμηθούμε στον Όλυμπο (σ.σ. το κεντρικό ξενοδοχείο όπου διέμενε και αναφέρθηκε παραπάνω) και να βγούμε το βράδυ έξω να αλητεύσουμε.
Με κάποιον ακαδημαϊκό, καθηγητή σας, έχετε κρατήσει επαφές; Και σας το ρωτάω για ενδεχόμενο που θα μπορούσε να σας βοηθήσει σε οτιδήποτε σχετικό με δικαστική αθλητική υπόθεση.
Όχι γιατί ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό μου τί ήθελα να κάνω. Εργαζόμουν για την μεγαλύτερη αθλητική εφημερίδα το Έθνος που πουλούσε 300.000 φύλλα ημερησίως! Κούνα το κεφάλι σου, 300.000 φύλλα! Οπότε ήξερα τι ήθελα να κάνω. Το νομικό πλαίσιο το γνώριζα λόγω των σπουδών μου, οπότε δεν κράτησα επαφή με κάποιον καθηγητή μου, μόνο με συμφοιτητές. Κάτι που θυμάμαι πολύ είναι τα τραπέζια που έκανα σε 10-15 άτομα γιατί εγώ δούλευα στο Έθνος και ήμουν καλά, ενώ τα παιδιά είχαν το χαρτζιλίκι απ’το σπίτι. Βλέπω και τώρα παλιούς φοιτητές , φτασμένους δικηγόρους και μου λένε: Ρε μεγάλε θυμάσαι εκείνο το βράδυ που πλήρωσες … Αυτό αποτελεί μεγάλο γαλόνι μέσα μου.
Αναμνήσεις από άλλες πόλεις της Θράκης;
Φυσικά! Στην Αλεξανδρούπολη πηγαίναμε για dolce vita, ήταν η μεγαλύτερη πόλη. Μεγαλύτερη πρόσβαση στη νύχτα. Απ’το Φανάρι επίσης έχω όμορφες αναμνλήσεις! Μπορεί να πηγαίναμε ένα 15νθημερο μετά την εξεταστική στο Φανάρι, όπου από τότε ήταν σημείο αναφοράς. Ξάνθη φυσικά με τα ωραία σοκάκια. Αυτό ήταν το τρίγωνο. Αλεξανδρούπολη -Κομοτηνη -Ξάνθη ήταν τα σημεία αναφοράς. Με ενδιάμεση όαση, το Φανάρι.
Ειπατε και στην παρουσίαση πως η συγγραφή είναι μια βάρκα, που σας οδηγεί σε πιο ήσυχα νερά, σας επιτρέπει να ξεφεύγετε απ’την τρέλα της δουλειάς, ένα ησυχαστήριο δηλαδή. Πως όμως προέκυψε, γιατί δεν έχουμε συνηθίσει αθλητικούς ρεπόρτερ να είναι ικανοί για τέτοιες ενέργειες, ειδικά με τα γραφόμενα των όψιμων δημοσιογράφων, που μοιάζουν τυποποιημένα.
Η λέξη κλειδί είναι ο φανατισμός. Ο φανατισμός έχει οδηγήσει πολλά παιδιά να φοράνε παρωπίδες. Δεν είναι κακό να πεις ότι ένα πέναλντι είναι πέναλντι. Πολλά παιδιά φοράνε γυαλιά.
Για να γράψει όμως κάποιος 13 βιβλία, σημαίνει ότι υπάρχει ικανότητα.
Πρέπει να υπάρχει φλέβα, ναι.
Τα διαβάσματά σας, οι αγαπημένοι σας συγγραφείς.
Ως παιδί, λόγω του μπαμπά, είχαμε εφημερίδες σπίτι και βιβλία. Δύο βιβλία το μήνα που ήταν μεγάλη υπόθεση τότε. Μετά γίνανε 4. Στα 15 γνώρισα τον Καζαντνζάκη και τον Ντοστογιέφκσι και εκεί μαγεύτηκα. Μ άρεσε το ταξίδι.
Είναι δύο συγγραφείς, με φιλοσοφικό υπόβαθρο αλλά και ψυχολογικό. Πραγματοποιούν ένα ψυχογράφημα των ηρώων τους. Έτσι είναι και οι δικοί σας ήρωες;
Βέβαια, σου λέω ότι, είχα την ευλογία του σπιτιού, πως είχα εφημερίδες και βιβλία. Μαγευόμουν με την πλοκή. Όλο αυτό δημιούργησε ρυάκια που αργότερα εξελίχθηκαν σ αυτό το ποτάμι ..
Με τον κ. Σακελλαρόπουλο είπαμε κι άλλα ενδιαφέροντα. Λίγη υπομονή. Αξίζει τον κόπο τα αμιγώς αθλητικά να τα διαβάσετε σε μία νέα ανάρτηση ..
Υ.Γ.1 Για το βιβλίο μίλησαν, πλην του Μένιου Σακελλαρόπουλου, η Φωτεινή Ναούμ συγγραφέας και ο team manager του τμήματος μπάσκετ της ΑΕ Κομοτηνής, Βασίλης Στοάκης, ο οποίος είναι κάτοχος μάλιστα πτυχίου φιλολογίας.