Όταν την Παρασκευή, 21 Φεβρουαρίου, στη Θεσσαλονίκη, ο Αλέξανδρος Ομιλιάδης έβαζε το κλειδί στη μίζα του φορτηγού, ξεκινώντας για την πόλη Ερμπίλ του Ιράκ, δεν μπορούσε να φανταστεί πως η επιστροφή του στην Ελλάδα θα γίνει με πτήση τσάρτερ προς το Ελευθέριος Βενιζέλος, 25 ημέρες αργότερα. Εκείνος και δώδεκα ακόμη συνάδελφοί του, αναγκάστηκαν για τρεις εβδομάδες να κοιμούνται στα οχήματά τους, στη νεκρή ζώνη μεταξύ Ιράκ και Τουρκίας.
Μόλις πριν από έναν μήνα, ο κορονοϊός ήταν βασικό πρόβλημα της Κίνας και η Ιταλία ήταν εντελώς διαφορετική. Το βράδυ εκείνης της Παρασκευής, η γειτονική χώρα και μαζί της η Ευρώπη θα κατέγραφε τον πρώτο της νεκρό. Οι 13 Έλληνες που είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους, δεν φαντάζονταν πως οι επόμενες εφιαλτικές ημέρες θα επηρεάσουν και τους ίδιους. Τα υπουργεία Εξωτερικών και Μεταφορών της Ελλάδας, μαζί με τα αντίστοιχα της Τουρκίας αλλά και τις ομοσπονδίες οδηγών φορτηγών θα επιδίδονταν σε συνεχείς συσκέψεις και ανταλλαγές τηλεφωνημάτων.
Η Τουρκία κλείνει τα σύνορα με το Ιράκ
Τα 2.500 χιλιόμετρα του ταξιδιού φάνταζαν ρουτίνα για τους οδηγούς, που μετέφεραν μεταλλικές κατασκευές για ένα έργο που πραγματοποιεί ελληνική εταιρεία στο Ιράκ. Μετά από τέσσερις ημέρες οδήγησης, πέρασαν τα σύνορα της Τουρκίας με το Ιράκ και πλησίαζαν στην πόλη όπου θα ξεφόρτωναν τα οχήματά τους.
“Ενώ πλησιάζαμε προς την εταιρεία στην οποία θα αφήναμε το φορτίο, μάθαμε πως η Τουρκία αποφάσισε να κλείσει τα σύνορά της με το Ιράκ, λόγω της εξάπλωσης του κορονοϊού” εξηγεί ο Αλέξανδρος Ομιλιάδης. “Τρομοκρατηθήκαμε. Αντίστοιχα, επειδή το Ιράν είχε ήδη πολλά κρούσματα, το Ιράκ είχε πάρει μέτρα προστασίας για τους πολίτες. Η κυκλοφορία στους δρόμους είχε απαγορευτεί και ο στρατός με την Αστυνομία είχαν μπλόκα παντού. Αποφασίσαμε να μην μείνουμε το βράδυ και να επιστρέψουμε άμεσα προς τα σύνορα”.
Στο τελωνειακό σταθμό Χάμπουρ, η ουρά που σχηματίζουν τα φορτηγά για να περάσουν τα σύνορα είναι τεράστια. Οι Έλληνες ήξεραν πως η σειρά τους θα έρθει σε περίπου 36 ώρες από την ώρα που έφτασαν. Υπολογίζεται πως από εκείνο το σημείο, ημερησίως διέρχονται στην Τουρκία περίπου 2.000 φορτηγά. Το κλείσιμο των συνόρων όμως, σήμαινε πως περνούσαν μόνο τα τούρκικα φορτηγά και αυτά με πολύ πιο αργούς ρυθμούς, καθώς απολυμαίνονταν ένα προς ένα, για το ενδεχόμενο που έχουν μολυνθεί από τον κορονοϊό. Μετά από μια εβδομάδα αναμονής στην ουρά και αφού είχαν περάσει το Ιρακινό τελωνείο, έφτασε η ώρα των Ελλήνων.
“Κανείς μας δεν είχε συμπτώματα αλλά περνούσαν μόνο Τούρκοι”
“Στο τελωνείο, οι Τούρκοι έκαναν θερμομέτρηση στον πρώτο από εμάς. Δεν είχε πυρετό, αλλά μας είπαν πως δεν πρόκειται να περάσει κανείς. Στους υπόλοιπους δεν πήραν κάν θερμοκρασία. Κανείς από εμάς δεν είχε συμπτώματα”, θυμάται ο Αλέξανδρος Ομιλιάδης. “Μας είπαν να παρκάρουμε τα φορτηγά σε ένα πρατήριο μέσα στη νεκρή ζώνη και να μείνουμε εκεί. Δεν ήμασταν μόνο εμείς. Το ίδιο συνέβη και σε 29 Λιβανέζους, έναν από τη Γεωργία και έναν από τη Βουλγαρία”.
Στην Ομοσπονδία Φορτηγών Αυτοκινητιστών Ελλάδος (ΟΦΑΕ) , το υπουργείο Εξωτερικών και το υπουργείο Μεταφορών σήμανε συναγερμός. Ο κίνδυνος να εγκλωβιστούν εκεί οι 13 Έλληνες οδηγοί ήταν ορατός, καθώς το Ιράν είχε ήδη κλειστά σύνορα, από την πλευρά της Βόρειας Συρίας δεν υπήρχε διαφυγή λόγω της εμπόλεμης κατάστασης και ταυτόχρονα γνώριζαν πως υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο, λίγες ημέρες μετά να απαγορευτούν και οι πτήσεις από το Ιράκ. “Ήρθε άμεσα ο Έλληνας πρόξενος από την πόλη Ερμπίλ, Στάθης Κωστόπουλος και προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τις τουρκικές αρχές, χωρίς αποτέλεσμα” λέει ο οδηγός του ενός φορτηγού.
Την ίδια ώρα, στην Ελλάδα, διεξάγονταν συσκέψεις και προσπάθειες συνεννόησης με την τουρκική πλευρά. Το υπουργείο Εξωτερικών και εκείνο των Μεταφορών, επικοινωνούσαν με την τουρκική πλευρά, ζητώντας να επιτραπεί η είσοδος στους οδηγούς. Ο πρόεδρος της ΟΦΑΕ, Απόστολος Κενανίδης επικοινωνούσε με την τούρκικη Ομοσπονδία Φορτηγών Αυτοκινητιστών, η οποία με τη σειρά της προσπαθούσε να πιέσει τα υπουργεία Υγείας και Μεταφορών της Τουρκίας, να επιτρέψουν την διέλευση των Ελλήνων.
Προσπάθειες στο κενό
Με τις ημέρες να περνούν και τους οδηγούς να παραμένουν εγκλωβισμένοι στη νεκρή ζώνη, ο Έλληνας πρόξενος από το Ιράκ, πρότεινε να αφήσουν εκεί τα φορτηγά τους, να γυρίσουν αεροπορικώς στην Ελλάδα και να επιστρέψουν να τα πάρουν όταν εξομαλυνθεί η κατάσταση. Η πρόταση αυτή δεν έγινε δεκτή από τους αυτοκινητιστές, που φοβήθηκαν για τα οχήματα τους και με τη σειρά τους πρότειναν στην τουρκική πλευρά να τους επιτραπεί να περάσουν και να διασχίσουν την χώρα έστω με τουρκική συνοδεία, κάτι που επίσης απορρίφθηκε.
Εξοπλισμένος με μια μεσαία φιάλη γκαζιού, ένα τηγάνι, μια κατσαρόλα και τρόφιμα, ο Αλέξανδρος Ομιλιάδης, όπως και οι συνάδελφοί του, μαγείρευε το φαγητό του στο όχημά τους στη νεκρή ζώνη. “Είναι βασικά πράγματα που παίρνουμε μαζί μας σε τέτοια ταξίδια. Όπου και να μείνεις θα πρέπει να μπορείς να επιβιώσεις. Μόνο μακαρόνια και πατάτες χρειαστήκαμε να αγοράσουμε από το Ιράκ”.
Στις 6 Μαρτίου και μετά από σύσκεψη μεταξύ των υπουργείων Υγείας και Εξωτερικών της Τουρκίας, μαζί με την Ομοσπονδία των Τούρκων Αυτοκινητιστών, προτάθηκε να πάρουν τα οχήματα 13 Τούρκοι οδηγοί και να τα μεταφέρουν στα Ύψαλα, στον τουρκικο συνοριακό σταθμό που οδηγεί στους Κήπους. Από εκεί, θα τα παραλάμβαναν πάλι οι Έλληνες. Οι οδηγοί ωστόσο δεν δέχτηκαν να δώσουν τα οχήματά τους.
Η καθυστέρηση που κόστισε μια εβδομάδα
Την επομένη, η ελληνική πλευρά προτείνει να μεταβούν στα τούρκικα σύνορα με το Ιράκ 13 άλλοι οδηγοί από την Ελλάδα και να παραλάβουν τα οχήματα. Ο Έλληνας πρέσβης στην Άγκυρα, κατόπιν συνεννόησης με το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, συναντήθηκε με τους Τούρκους αρμόδιους υπουργούς και την Ομοσπονδία Αυτοκινητιστών προκειμένου να συζητηθεί το ενδεχόμενο. Η ανταπόκριση ήταν αρχικά θετική, καθώς η σκέψη πως όσοι θα έρχονταν από την Ελλάδα δεν θα κινδύνευαν να είναι φορείς του κορονοϊού έπεισε την τουρκική πλευρά, ωστόσο η τελική έγκριση θα δινόταν μερικές ημέρες αργότερα. Τελικά πέρασαν πέντε ημέρες μέχρι να ανάψει το πράσινο φως.
Στην Ελλάδα, βρέθηκαν 13 οδηγοί πρόθυμοι να κάνουν το ταξίδι και την ίδια ημέρα το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής τους εξέδιδε τις απαραίτητες βίζες. Όλα έμοιαζαν έτοιμα, ωστόσο διαπιστώθηκε πως ο ένας από τους 13, είχε αλβανικό διαβατήριο. Η τουρκική πλευρά αρνήθηκε να του χορηγήσει βίζα. Νέα εμπλοκή, που ωστόσο επιχειρήθηκε να λυθεί γρήγορα καθώς οι Έλληνες δέχτηκαν την πρόταση της τουρκικής Ομοσπονδίας Αυτοκινητιστών, ο 13ος οδηγός να αντικατασταθεί από έναν Τούρκο. Οι Έλληνες θα πετούσαν από την Αθήνα για την Κωνσταντινούπολη, από εκεί με άλλη πτήση θα πήγαιναν στην Άγκυρα και μετά στο Σιρνάκ, 30 χιλιόμετρα από τα σύνορα με το Ιράκ. Ένα ναυλωμένο λεωφορείο θα τους μετέφερε στο Τελωνείο απ’ όπου θα παραλάμβαναν τα οχήματα. Αντίστοιχα οι οδηγοί που βρίσκονταν στη νεκρή ζώνη θα πετούσαν από το Ερμπίλ στην Ελλάδα και θα παραλάμβαναν εκεί τα φορτηγά.
Το Σάββατο, 14 Μαρτίου, τα έγγραφα ήταν έτοιμα και όλες οι εγκρίσεις είχαν δοθεί, εκτός από μια. Εκείνη των τελωνειακών αρχών. Στην Ελλάδα ζητήθηκε από τους οδηγούς να είναι σε αναμονή για να μπουν στο αεροπλάνο. Στη νεκρή Ζώνη στο Χάμπουρ, οι εγκλωβισμένοι οδηγοί πίστευαν πως είχε βρεθεί ο τρόπος να τελειώσει η περιπέτειά τους. Οι τελωνειακοί όμως καθυστερούσαν να δώσουν την έγκριση. Στο μεταξύ, τη Δευτέρα 16 Μαρτίου, αποφασίστηκε το κλείσιμο του αεροδρομίου του Ερμπίλ ως μέτρο προστασίας για την αποφυγή διάδοσης του κορονοϊού. Τα περιθώρια στένευαν και ήδη τα υπουργεία Μεταφορών και Εξωτερικών επεξεργάζονταν νέο σχέδιο αφού προείχε η ασφάλεια των οδηγών και η αποφυγή εγκλωβισμού τους για άγνωστο διάστημα.
Την Πέμπτη, 20 Μαρτίου, οι οδηγοί που συμπλήρωναν πλέον τρεις εβδομάδες στα τουρκοϊρακινά σύνορα, ενημερώθηκαν από τον πρόξενο, Στάθη Κωστόπουλο, πως μπορούσαν να μεταφέρουν τα οχήματά τους στην αποθήκη όπου ξεφόρτωσαν τα υλικά, πίσω στο Ερμπίλ και να επιστρέψουν στα σπίτια τους με ένα μικρό ιδιωτικό αεροσκάφος, μισθωμένο από την ελληνική κυβέρνηση, αφού είχε δοθεί έγκριση από τις Ιρακινές αρχές να πραγματοποιηθεί η πτήση.
“Φτάσαμε στην Αθήνα λίγο μετά τη 01:00 τα ξημερώματα της Παρασκευής. Μπήκαμε σε ξεχωριστό βαγόνι του ΟΣΕ και επιστρέψαμε στη Θεσσαλονίκη. Κανείς μας δεν έχει παρουσιάσει συμπτώματα κορονοϊού, καμία από όλες αυτές τις ημέρες” λέει ο Αλέξανδρος Ομιλιάδης. Ο ίδιος ωστόσο, μετά το τέλος αυτής της αναπάντεχης περιπέτειας, αποφάσισε να απομονωθεί οικειοθελώς στο σπίτι που έχει, σε ένα χωριό λίγο έξω από τις Σέρρες και να μην επιστρέψει στην οικογένειά του για μια εβδομάδα. “Σίγουρα ανυπομονώ αλλά θα τους δω σε μερικές ημέρες. Αποφάσισα να μην το διακινδυνεύσω και έχω μπει σε καραντίνα από μόνος μου”.
Πηγή: news247.gr