Εμφανίστηκαν στον ορίζοντα οι “νοσταλγοί” του Πανόπουλου με εμφανή την προσπάθεια να εκμεταλλευτούν το γεγονός ότι η ομάδα του ΑΟΞ, στο αγωνιστικό σκέλος, παρουσιάζει τις αναμενόμενες δυσκολίες στα πρώτα του βήματα αφού πρόκειται για μια ομάδα που χτίστηκε αναγκαστικά από το μηδέν χωρίς κανένα συνδετικό κρίκο με την περασμένη χρονιά, εκτός από κάποια πολύ ικανά στελέχη του ποδοσφαιρικού τμήματος. Και μάλιστα σε ειδικές συνθήκες πανδημίας που στερούν το πλέον ισχυρό κομμάτι της, δηλαδή το κοινό της.
Η νέα ιδιοκτησία, προφανώς, θα κριθεί σε βάθος χρόνου. Όμως δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει ότι κινείται σε (πραγματικά) επαγγελματικά επίπεδα και οργάνωση και κυρίως σε αμιγώς ποδοσφαιρική διοίκηση και όχι παραγοντίστικη, ίσως γιατί κομίζει παραστάσεις που δεν έχουν σχέση με το ελληνικό ποδόσφαιρο. Και στο σύγχρονο επαγγελματικό αθλητισμό τα πράγματα είναι πολύ απλά. Παράλληλα, η ποδοσφαιρική ομάδα της Ξάνθης εκτός από την αμιγώς συναισθηματική διάσταση, είναι ένα οικονομικό μέγεθος που καθιστά την υπόθεση όχι μόνο αθλητική αλλά ευρύτερη κοινωνική και πολιτική.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα υποψιασμένος για να αντιληφθεί ότι η εντυπωσιακή αλλαγή στη νοοτροπία της ΠΑΕ αφήνει “εκτός νυμφώνος” όσους ήταν μέρος της προηγούμενης εποχής, με τα θετικά και τα αρνητικά της και εναπόκειται στην προσωπική αξιοπρέπεια του καθενός να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Για τους πιο υποψιασμένους, κάποιοι “επαγγελματίες” οπαδοί, που έχασαν μεγάλα προνόμια αντιδρούν εντελώς προβλέψιμα, πιστεύοντας ότι η νέα ιδιοκτησία θα πιεστεί να υποκύψει στις καταστροφικές λογικές της προηγούμενης.
Για να μην το παιδεύουμε όμως, ας είμαστε ρεαλιστές: Ο Πανόπουλος, διεκδίκησε, προσπάθησε πάρα πολύ και “κατέκτησε” το μοναδικό προνόμιο, να έχει προσφέρει επί 30 χρόνια στην τοπική κοινωνία αλλά φεύγοντας να τον βρίζει όλη η Ξάνθη, κυριολεκτικά. Αυτό είναι πραγματικά κατόρθωμα και ενισχύθηκε από το γεγονός ότι αποχωρώντας φαίνεται να οδήγησε συνειδητά την ομάδα στη δεύτερη κατηγορία. Δεν κατάφερε δηλαδή να φύγει με το κεφάλι ψηλά αλλά ντροπιασμένος ενώ η ομάδα βρέθηκε στο μέσο μιας πολιτικής και επιχειρηματικής σκευωρίας που πόνταρε στην καταστροφή της.
Για αυτό, όσοι εμφανίστηκαν τώρα ως γραφικοί νοσταλγοί ή “προπονητές” της εξέδρας, επιβραβεύουν τη νέα ιδιοκτησία. Γιατί υπενθυμίζουν τι συνέβαινε τόσα χρόνια όταν οι επιλογές του προηγούμενου ιδιοκτήτη είχαν απομακρύνει τόσο πολύ την ομάδα από την τοπική κοινωνία. Και μάλλον επιβεβαιώνουν ως απολύτως υγιείς τις επιλογές της νέας ιδιοκτησίας και διοίκησης που επιλέγει να αγνοήσει το πιο νοσηρό κομμάτι του τοπικού δημόσιου βίου. Το μέλλον θα δείξει…