Search

Ο κορυφαίος πασαδόρος του Εθνικού Γρηγόρης Σιδηρόπουλος μιλάει αποκλειστικά στο SportsAddict!

Στην δημοσκόπηση του SportsAddict.gr με το ερώτημα, ποιος είναι ο κορυφαίος πασαδόρος του Εθνικού Αλεξανδρούπολης από το 1980 και μετά, ο κόσμος ανέδειξε πρώτο τον Γρηγόρη Σιδηρόπουλο (θυμηθείτε εδώ).

Ο για πολλά χρόνια αρχηγός του Εθνικού, μίλησε στο SportsAddict και στον Κοσμά Πανταζή, για τον Εθνικό και την μεγάλη επιτυχία του 2014, για την παρουσία του σε Παναθηναϊκό και ΑΕΚ, για το παρόν του τμήματος που περνάει δύσκολες ημέρες, για την κόρη του Μαρία που ακολουθεί τα χνάρια του και για πολλά άλλα.

Κ. Π.: Ο κόσμος με την ψήφο του, μέσα από την ψηφοφορία του SportsAddict.gr, επέλεξε εσένα ως τον καλύτερο πασαδόρο του Εθνικού. Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό;

Γ.Π.: Είναι σίγουρα τιμητικό αλλά στην πραγματικότητα αυτό είναι το επουσιώδες. Η ουσία δεν βρίσκεται στο εάν θα αναδειχθείς πρώτος ή δεύτερος ανάμεσα σε αξιόλογους ανθρώπους αλλά η αγάπη του κόσμου που είναι ο βασικότερος και ο πιο παραγωγικός λόγος για έναν αθλητή να αγωνίζεται. Η συνείδηση του κόσμου να ξέρετε είναι αλάνθαστη, ξέρει να ξεχωρίζει την αλήθεια από το ψέμα και για να κερδίσεις την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό του, θέλει πολύ δουλειά και συνέπεια αλλά όταν αυτό επιτευχθεί τότε νιώθεις πραγματικά ικανοποιημένος.

Κ.Π.: Δεύτερος στην ψηφοφορία αναδείχθηκε ο Γιώργος Τεκτονίδης. Τι θα έλεγες για την κορυφαία αυτή μορφή του αθλήματος στην Ελλάδα, τον οποίο είχες και προπονητή;

Γ.Σ.: Πρόκειται αναμφίβολα για έναν εξαιρετικό αθλητή όπως και οι υπόλοιποι συμμετέχοντες τους οποίους είχα την χαρά και την τιμή να τους γνωρίσω ως συμπαίκτες ή ως προπονητές μου και πραγματικά κρατάω από όλους την άδολη και ακούραστη προσπάθεια τους να αναδείξουν ένα άθλημα που τόσο αγάπησε αυτή η πόλη. Ειδικότερα ο Γιώργος Τεκτονίδης υπήρξε σπουδαίος αθλητής, από τους πρωτεργάτες εκείνης της γενιάς που πέτυχε τόσα πολλά και αποτέλεσε παράδειγμα για εμάς τους νεότερους και μας παρακίνησε να ασχοληθούμε με το άθλημα. Γνωρίζοντας τον άνδρα και έχοντας συνεργαστεί μαζί του καθότι υπήρξε προπονητής μου, είμαι σίγουρος πως θα αισθάνεται περήφανος για όλους αυτούς τους αθλητές του που κατάφεραν να κάνουν εφάμιλλη καριέρα με συμμετοχές στις εθνικές ομάδες και σε μεγάλους συλλόγους που συμμετείχαν και σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Άλλωστε δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση για έναν προπονητή από το να βλέπει τους αθλητές του να προοδεύουν.

Κ.Π.: Να σε πάω αρκετά χρόνια πίσω, όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ξεκινούσες το βόλεϊ. Τι σε έκανε να επιλέξεις το συγκεκριμένο άθλημα;

Γ.Σ.: Το άθλημα του βόλεϊ αποτελεί οικογενειακή υπόθεση, αφού όπως ίσως κάποιοι να γνωρίζουν μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον που το βόλεϊ ήταν κυρίαρχο. Ο πρώτος μου ξάδερφος μου Γιάννης Χριστουηλίας υπήρξε και αυτός μεγάλος αθλητής του Εθνικού, μέλος εκείνης της σημαντικής γενιάς των αθλητών που αποτέλεσαν πρότυπα για εμάς και είχα ακόμη την ευτυχία να τον έχω προπονητή στην δεύτερη ιστορική ομάδα της πόλης την ΓΕΑ. Ενώ ακόμη και ο άλλος μου ξάδερφος Γρηγόρης Μαλουσάρης, αποτέλεσε πρότυπο για εμένα καθώς προσπάθησα να ακολουθήσω τα βήματα του, ας μην ξεχνάμε ότι αποτέλεσε ενεργό μέλος των εθνικών ομάδων και του Παναθηναϊκού, συλλόγου που είχα και εγώ την τιμή να υπηρετήσω.

Κ.Π.: Στην πρώτη σου θητεία λοιπόν στον Εθνικό παίζεις μέχρι το 1996, ενώ ενδιάμεσα αγωνίζεσαι και στην ΓΕΑ. Ποιοι είναι οι συμπαίκτες που ξεχωρίζεις από εκείνα τα χρόνια στην Αλεξανδρούπολη;

Γ.Σ.: Κοίταξε, είναι πολλοί και κάποιους μπορεί να τους ξεχνάω χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπήρξαν σημαντικοί. Δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω σίγουρα τον κουμπάρο μου και συνοδοιπόρο Μάριο Γκιούρδα, στον Γιώργο Ανδραβίζο, τον Στέφανο Μητράκα , τον Παβελ Σιμπιζοφ έναν τεράστιο αθλητή που είχε την ευκαιρία να παίξω μαζί του και η συνεργασία πασαδόρου κεντρικού μαζί του ήταν διαφορετική εμπειρία αλλά και τον δικό μας πια Βεσκο Γκέργκοφ μεγάλο αθλητή με εξαιρετικό χαρακτήρα. Η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση μου δημιούργησε ένα περίεργο συναίσθημα χαρμολύπης. Χαρά για τους ανθρώπους που συνεργάστηκα όλα αυτά τα χρόνια αλλά και λύπη για όλους αυτούς τους μεγάλους αθλητές και φίλους που μου ήρθαν στο μυαλό παρότι έφυγαν νωρίς και άδικα. Ο Γιάννης και ο Τάσος Γκόγκος αλλά και ο Λευτέρης Κουσίδης που τόσα πολλά πρόσφεραν.

Κ.Π.: Το ’96 έρχεται η ώρα να φύγεις για πρώτη φορά από την πόλη σου, καθώς παίρνεις μεταγραφή στον Παναθηναϊκό. Πώς ήταν για σένα αυτή η μετάβαση;

Γ.Σ.: Η εικόνα ενός νεαρού αθλητή να φεύγει από την ομάδα που ανδρώθηκε σε μια τόσο μικρή ηλικία πηγαίνοντας σε ένα μεγάλο και ιστορικό σύλλογο όπως ο Παναθηναϊκός είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα δημιουργούσε συναισθήματα ανησυχίας και φόβου, συναισθήματα που δημιουργούν όμως αυτό το παραγωγικό άγχος του αθλητή που τον κάνει να πετύχει το επόμενο ουσιαστικό βήμα της καριέρας του. Μιλάμε για τεράστιο σύλλογο που από την πρώτη στιγμή αισθάνεσαι την πίεση του πρωταθλητισμού και αντιλαμβάνεσαι το βάρος της φανέλας που φοράς και είναι σαν να έχει κρεμασμένη πάνω της όλα αυτά ιστορίας και προσφοράς του τριφυλλιού στον ελληνικό αθλητισμό.

Κ.Π.: Τη σεζόν 2003/04 φοράς την φανέλα της ΑΕΚ. Τι κρατάς από το σύντομο πέρασμα σου από την «Ένωση»;

Γ.Σ.: Επίσης ένας μεγάλος και ιστορικός σύλλογος. Βέβαια για εμένα η χρόνια που αγωνίστηκα στην ΑΕΚ μου πρόσφερε μια μεγάλη εμπειρία καθώς χρειάστηκε να διαχειριστώ ως αθλητής μια μεγάλη αγωνιστική κρίση που βίωσε η ομάδα και οφειλόταν στην έλλειψη αγωνιστικής έδρας. Οι δύσκολες αυτές συνθήκες όμως όπως κάθε τι στην ζωή σε γεμίζουν εμπειρίες και γνώσεις.

Κ.Π.: Το 2004 επιστρέφεις στον Εθνικό. Πόσα έχουν αλλάξει μετά από τα 8 χρόνια που έλειπες;

Γ.Σ.: Η απώλεια του Μιχάλη Παρασκευόπουλου, του θεμελιωτή του Εβρίτικου βόλεϊ άλλαξε σίγουρα την εικόνα του Εθνικού. Τα πράγματα ήταν σίγουρα διαφορετικά εάν και είναι δεδομένο πως οι συνεχιστές της προσπάθειας και εννοώ τις επόμενες διοικήσεις, στάθηκαν επάξια και αντάξιοι του ονόματος του Εθνικού.

Κ.Π.: Την σεζόν που σταματάς το βόλεϊ, κατακτάτε με τον Εθνικό την 2η θέση στην Ελλάδα, μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία του τμήματος. Ποιο ήταν το μυστικό εκείνης της επιτυχίας, ποια τα κλειδιά της σπουδαίας χρονιάς της ομάδας;

Γ.Σ.: Από ο,τι φαίνεται η τύχη μου επιφύλαξε μια από τις δυνατότερες στιγμές της καριέρας μου να πραγματοποιηθεί την χρόνια που αποφάσισα να σταματήσω την ενεργό δράση μετά από 31 χρόνια. Βέβαια η επιτυχία εκείνης της σεζόν δεν έγκειται μόνο στην τύχη που έπαιξε σίγουρα κάποιο ρόλο όπως σε κάθε πτυχή του αθλητισμού. Πέρα από αυτό υπήρξε μια ευτυχής συγκυρία να δημιουργήσει τότε ο Σάκης Μουστακίδης και η διοίκηση Τζίμα μία ομάδα κράμα εμπειρίας με παλαιότερους στην κατηγορία αθλητές κυρίως όπως ο υποφαινόμενος και ο Γιώργος Παπάζογλου, αλλά και με πιο νέους και αξιόλογους αθλητές αλλά και ξένους που άφησαν και αυτοί ανεξίτηλο το πέρασμα τους από την ομάδα.

 

Κ.Π.:  Σου λείπει ο ρόλος του αθλητή;

Γ.Σ.: Ο αθλητής άπαξ και μπει στο γήπεδο μένει πάντα αθλητής. Καθημερινά αντιλαμβάνομαι πως κάνω κινήσεις και πράξεις στην καθημερινότητα που ανεπαίσθητα τα έκανα όταν ήμουν αθλητής. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό. Η αλήθεια είναι πως ήμουν τυχερός και δεν αντιμετώπισα τραυματισμούς κατά την διάρκεια της καριέρας μου οπότε σε συνδυασμό με το γεγονός του πλεονεκτήματος της θέσης μου στο γήπεδο μου επέτρεψε όλα αυτά τα 31 χρόνια της αθλητικής μου ζωής να ζήσω πράγματα που με ολοκλήρωσαν σαν αθλητή και νιώθω «χορτασμένος». Γι’ αυτό πολλές φορές αναρωτιέμαι πως εάν είχα την ατυχία ένας τραυματισμός να διακόψει απότομα την καριέρα μου ακόμη και στην δεκαετία, σίγουρα θα μουν είχαν βγει κάποια απωθημένα που θα τα κουβαλούσα μέχρι σήμερα.

Κ.Π.: Πάμε και σε μία δύσκολη ερώτηση. Αν έπρεπε να επιλέξεις μόνο έναν συμπαίκτη και έναν προπονητή από ολόκληρη σου την καριέρα, ποιοι θα ήταν αυτοί; Ποιους θα ξεχώριζες;

Γ.Σ.: Πράγματι η ερώτηση είναι δύσκολη διότι είχα την τύχη να παίξω με σπουδαίους αθλητές οπότε θα μου επιτρέψετε λίγο να καταστρατηγήσω τους κανόνες της συνέντευξης ζητώντας την επιείκεια σας και να αναφερθώ στον αείμνηστο Νίκο Σαμαρά, τον Μάριο Γκιούρδα, τον Άκη Χατζηαντωνίου και τον Γιώργο Παπάζογλου. Στην περίπτωση του προπονητή που ξεχωρίζω και με σημάδεψε, η απάντηση μου είναι Κούλης Μαρίνος. Υπήρξε κατά την άποψη μου αλλά και κατά τεκμήριο ο πιο πετυχημένος προπονητής στις αναπτυξιακές κατηγορίες με διεθνείς διακρίσεις με τις εφηβικές και παιδικές ομάδες της Εθνικής Ελλάδος. Χαρακτήρας ακέραιος και με ήθος, εργατικός και χαμηλών τόνων αποτέλεσε παράδειγμα για πολλούς αθλητές που τους ανέδειξε χωρίς να επιζητά την αναγνώριση που όμως του αξίζει και η αλήθεια είναι πως η απουσία του από τα προπονητικά τεκταινόμενα είναι αισθητή.

Κ.Π.: Μετά την αποχώρηση σου από την ενεργό δράση, παρέμεινες κοντά στον Εθνικό και βρέθηκες σε άλλα πόστα. Θα σε δούμε ξανά στον χώρο του βόλεϊ από κάποιο άλλο πόστο; Ίσως της προπονητικής;

Γ.Σ.: Ουσιαστικά από τον Εθνικό δεν αποχώρησα ποτέ, η ομάδα είναι η οικογένεια μου βρίσκομαι εδώ από παιδί πως μπορώ να αποχωρήσω; Τώρα σε ό,τι έχει να κάνει με την προπονητική νομίζω είναι ένας τομέας που δεν μου έχει περάσει ποτέ το μυαλό να ασχοληθώ, ίσως δεν ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία μου.

Κ.Π.: Πάμε λίγο και στο παρόν του Εθνικού. Το τμήμα περνάει δύσκολες στιγμές. Πώς φτάσαμε εδώ και πώς κατά την άποψη σου μπορεί ο Εθνικός να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση;

Γ.Σ.: Όπως σε όλους τους οργανισμούς στη ζωή υπάρχει η ακμή και η παρακμή. Αυτά συμβαίνουν και δεν είναι το ουσιώδες. Στην πραγματικότητα αυτό που χρειάζεται είναι οι άνθρωποι του χώρου να ενωθούν και να παραμερίσουν τις διάφορες τους μπροστά στο μεγάλο ζητούμενο, να επιστρέψει η ομάδα εκεί που της αξίζει. Ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να ηγηθεί μια τέτοιας προσπάθειας είναι ο Στρατός Μαρασλής γιατί παρά την ηλικία του η ακούραστη υπομονή του και το πάθος του για την ομάδα είναι αξιοθαύμαστα ενώ παράλληλα το κύρος του είναι αδιαμφισβήτητο. Βέβαια θα πρέπει και η διοίκηση του ερασιτέχνη να αλλάξει την ανιστόρητη στάση που αυτή την στιγμή επιδεικνύει, ενώ παράλληλα και οι θεσμικοί παράγοντες της πόλης πρέπει να αντιληφθούν και την δίκη τους ευθύνη απέναντι στην ιστορία και το φίλαθλο κοινό του εθνικού.

Κ.Π.: Δεν είναι βέβαια μόνο ο Εθνικός που αδυνατεί να ανταπεξέλθει στα δεδομένα της Α1. Ήρθε η ώρα για ριζικές αλλαγές στο πρωτάθλημα και στο ελληνικό βόλεϊ γενικότερα και αν ναι ποιες πρέπει να είναι αυτές;

Γ.Σ.: Καταρχάς πρέπει να περιμένουμε να δούμε το πως θα διαμορφωθεί το περιβάλλον μετά το τέλος της υγειονομικής κρίσης του κορονοϊού. Το βόλεϊ δεν μπορεί να ομφαλοσκοπεί, καλώς ή κακώς όλα προσδιορίζονται και επηρεάζονται από εξωγενείς παράγοντες.

Κ.Π.: Μπορεί ο Άκης Σιδηρόπουλος να μην αγωνίζεται πλέον αλλά το όνομα σου ακούγεται και πάλι στα γήπεδα μέσω των δύο παιδιών σου. Ήσουν ο λόγος που ξεκίνησαν η Μαρία και η Εύα το βόλεϊ και πως σου φάνηκε όταν κατάλαβες ότι θέλουν πράγματι να ασχοληθούν με το «δικό σου» άθλημα;

Γ.Σ.: Ήταν αναπόφευκτο και για τις δυο κόρες μου Μαρία και Εύα να ασχοληθούν με το άθλημα του βόλεϊ καθώς από μικρά παιδιά βρίσκονται μέσα στα γήπεδα. Βέβαια ήταν μια αποκλειστικά δίκη τους επιλογή και δεν τις πίεσα καθόλου, φυσικά ως πατέρας καμαρώνω και είμαι περήφανος για την πρόοδο τους. Η καριέρα ενός αθλητή είναι μαραθώνιος και υπάρχουν πολλοί παράμετροι επιτυχίας. Το βασικό όμως είναι πέρα από το να γίνουν σωστές αθλήτριες, να γαλουχηθούν με τις αρχές και τις αξίες που πρέπει ο καθένας μας να υπηρετεί και αυτό είναι το βασικό μας μέλημα και εμένα και της συζύγου μου Πέππης.

 

Share it